Προσφορά!

Γιώργος Καραμπελιάς: Η Θεμελιώδης Παρέκκλιση – αναθεωρημένη έκδοση

14,00

Τίτλος: Η Θεμελιώδης Παρέκκλιση. Ρομαντισμός και Διαφωτισμός στον 21ο αιώνα.

Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς

Σελίδες: 330

Σειρά: Θεωρία #21

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΜΕΡΟΣ Α΄ REGNUM HOMINIS – REGNUM MACHINAE
Ι. ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΙΟΥΔΑΙΟΡΩΜΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΙΙ. ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ
ΙΙΙ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞ
IV. Η ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
V. Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ «ΜΕΤΑΝΘΡΩΠΟΥ»
ΜΕΡΟΣ Β΄ Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΤΗΣ ΑΦΙΒΟΛΙΑΣ
Ι. Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
II. Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ
III. ΤΟ ΝΕΟ «ΕΒΡΑΪΚΟ ΖΗΤΗΜΑ»
VI. Η ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ «ΑΝΩΜΑΛΙΑ»
V. Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ
ΜΕΡΟΣ Γ΄ ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
I. ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
II. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ
III. ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ
IV. ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΑΝΙΣΜΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Κωδικός προϊόντος: 41 Κατηγορίες: , Ετικέτα:

Περιγραφή

Τίτλος: Η Θεμελιώδης Παρέκκλιση – αναθεωρημένη έκδοση

Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς

Β΄ έκδοση: 2019

Κυκλοφορεί και πάλι  το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Η θεμελιώδης παρέκκλιση, ρομαντισμός και Διαφωτισμός στον 21ο αιώνα, που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 2004 και έκτοτε είχε πραγματοποιήσει 2 ανατυπώσεις. Το βιβλίο κυκλοφορεί  σε νέα αναθεωρημένη έκδοση, στο σύνολο του, με νέα Εισαγωγή και Επίλογο. Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την Εισαγωγή και τον Επίλογο του βιβλίου.

Εναλλακτικές Εκδόσεις

Σήμερα, έχουμε εισέλθει σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος ως είδος βρίσκεται στο κατώφλι της αυθυπέρβασής του, με τη δημιουργία του μετανθρώπου, που πλησιάζει με τεράστια βήματα, σε αυτές τις αρχές του 21ου αιώνα. Κάτω από το φως αυτών των εξελίξεων αποκτά ένα νέο νόημα και μια διαφορετική επικαιρότητα –που ίσως δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να φανταστεί– η θέση του Χάιντεγκερ πως ο διαφωτισμός και η τεχνολογία του οδηγούν στον θάνατο του Ανθρώπου. Κυριολεκτικώς. Ο άνθρωπος αποκτά, σταδιακώς και με επιταχυνόμενα βήματα, τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός νέου είδους, που θα αποτελέσει την τεχνολογική μετεξέλιξή του, σηματοδοτώντας το τέλος της φυσικής επιλογής, εισάγοντάς μας στην εποχή της τεχνητής επιλογής, που προανήγγελλε η ευγονική.

[Και ως προς αυτό, ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, όπως και άλλοι ομοϊδεάτες του, σαν τον Έζρα Πάουντ και τον Κνουτ Χάμσουν, ή ακόμα και τον πρώιμο Τ.Σ. Έλιοτ, λάθεψαν απελπιστικά ως προς τις πολιτικές επιλογές τους. Ενώ ορθώς είδαν τον μαρξισμό, ιδιαίτερα στη σοβιετική εκδοχή του, ως το απόγειο του διαφωτισμού, του οποίου η θεωρία μιας χωρίς τέλος προόδου οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο του ανθρώπινου Είναι, επέλεξαν ως εναλλακτική λύση τη Χάρυβδη του ναζισμού.

Παρασυρμένοι από τη θεωρία του ριζώματος, εθνοτικού και ανθρωπικού, που διακινούσε ο εθνικοσοσιαλισμός, απέναντι στον ανέστιο σοβιετικό μαρξισμό, έκλεισαν τα μάτια μπρος στο γεγονός ότι αυτός αποτελούσε μια ακόμα χειρότερη εκδοχή του θανάτου του Ανθρώπου. Διότι εάν ο μαρξισμός διακήρυσσε το τέλος της ανθρώπινης φύσης, καθώς και κάθε ριζώματος και την έλευση ενός «αγγελικού» κόσμου, πλασμένου αποκλειστικά από την τεχνολογία και την ιστορία, ο εθνικοσοσιαλισμός, χρησιμοποιώντας την έννοια του ριζώματος αποκλειστικά για ένα έθνος και μόνο, ευαγγελιζόταν την έλευση του Αρίου υπερανθρώπου, που θα μεταβάλει όλους τους υπολοίπους σε υπανθρώπους· εν τέλει, σε μια υπερτεχνολογική, και καθόλου αντιτεχνολογική, εκδοχή του εθνοτικού ριζώματος.

Στην πραγματικότητα, ο εθνικοσοσιαλισμός, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Λιονέλ Ρισάρ[1], δεν υπήρξε αντίπαλος του μοντερνισμού και καθόλου «ρομαντικός» αλλά αποτέλεσε έναν τύπο αντιδραστικού μοντερνισμού. Και αυτό παρά τη ναζιστική φυσιολατρία και οικολογία. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η λατρεία της τεχνολογίας, η ευγονική και οι πρώιμοι πειραματισμοί, ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τον μετάνθρωπο, μόνο που αυτός θα ήταν Άριος, αποκλειστικά. Όμως, οι αρχικές ψευδο-ρομαντικές τάσεις του δεν παρέσυραν μόνο τον Χάιντεγκερ και τον Πάουντ, αλλά επέτρεψαν και στους οπαδούς του εργαλειακού διαφωτισμού να συκοφαντήσουν τον ρομαντισμό, ταυτίζοντας τον με τον εθνικοσοσιαλισμό. Έτσι, ακόμα και ρομαντικές εκδοχές του μαρξισμού, όπως εκείνες του Ερνστ Μπλοχ ή της Σχολής τα Φρανκφούρτης κατακλύστηκαν κυριολεκτικά κάτω από τη μαρξιστικοφανή βουλγκάτα του μηχανοκεντρικού ντετερμινισμού.]

Συνεπώς, από τη στιγμή και πέρα που ο μεσσιανισμός έχει πάψει να είναι αποκλειστικά, ή πρωταρχικά, θρησκευτικός ή ιστορικο-κοινωνικός και μεταβάλλεται, ταχύτατα, σε τεχνολογικό και κυριολεκτικά «μετανθρωπικό», η αντίσταση του… ανθρώπινου είδους μετατοπίζεται στην πρόταξη του ρομαντισμού και την παράλληλη υπέρβαση του μεσσιανισμού, μετά από χιλιάδες χρόνια μεσσιανικών προσδοκιών.

 

……………………………………………………………………………………

Βέβαια, τα μεσσιανικά ο­ρά­μα­τα υ­πήρ­ξαν και πα­ρα­μένουν συνδεδεμένα με έναν ορισμένο τύπο αν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νιών, για τις οποίες η μεσ­σια­νι­κή προσ­δο­­κί­α α­πο­τε­λού­σε το ι­σχυ­ρό­τε­ρο ερ­γα­λεί­ο της κοι­νω­νι­κής και τε­χνο­λο­γι­κής εξέλιξης. Το ό­ρα­μα της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης, της «πα­ρου­σί­ας», συνιστούσε τη μό­νη λύ­ση α­πέ­να­ντι στην α­κι­νη­σί­α και τον ε­γκλω­βι­σμό στην αρ­χέ­γο­νη τά­ξη πραγ­μά­των και οι μεσ­σια­νι­κές ε­κτι­νά­ξεις τη μό­νη διέ­ξο­δο των σκλά­βων α­πέ­να­ντι στις πα­γιω­μέ­νες ε­ξου­σί­ες.[ Ίσως μία από τις ελάχιστες κοινωνίες που δεν πρόκρινε τη μεσσιανική διέξοδο ήταν η αρχαία ελληνική, στην κλασική εποχή. Η αρχαία ελληνική κοινωνία βγήκε από την εποχή του μύθου όχι δια του μεσσιανισμού αλλά δια της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της θεατροκρατίας – τι λιγότερο μεσσιανικό από τον Ευριπίδη! Πάντως αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πως αυτή η ισορροπία υπήρξε εύθραυστη και πρόσκαιρη και ο ελληνικός κόσμος, από τον Αλέξανδρο και μετά, θα συναντήσει τον μεσσιανισμό, έστω και εάν ο ελληνικός χώρος και η παράδοσή του θα παραμένει μια από τις λιγότερο μεσσιανικές στη σύγχρονη ιστορία.]

Γι’ αυ­τό ακόμα και σή­με­ρα κάποιοι παραδοσιακοί μεσ­σια­νι­σμοί θα συ­νε­χί­σουν να εμ­φα­νί­ζο­νται ως αποκλειστική διέ­ξο­δος σε λα­ούς και πο­λι­τι­σμούς κα­τα­πιε­σμέ­νους και αλ­λο­τριω­μέ­νους α­πό την κοι­νω­νι­κή α­νι­σό­τη­τα και την ι­μπε­ρια­λι­στι­κή κυ­ριαρ­χί­α, στο Ι­σλάμ, την Ινδία, εν μέ­ρει στη Λατινική Αμε­ρική κ.λπ. [  ]

Πάντως, πλέον, το όποιο ε­πα­να­στα­τι­κό δυ­να­μι­κό του μεσ­σια­νι­σμού τείνει να ε­ξα­ντλη­θεί και να προσλάβει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά συ­ντη­ρη­τι­κά και α­ντι­δρα­στι­κά: μεσ­σια­νι­σμός του τε­χνο­λο­γι­κού με­ταν­θρώ­που ή του προ­τε­στα­ντι­κού φο­ντα­με­ντα­λι­σμού στην Α­με­ρι­κή, σιω­νι­στι­κή ε­κτρο­πή του ε­βρα­ϊ­κού προ­φη­τι­σμού, ουα­χα­μπι­τι­σμός στη Σα­ου­δι­κή Α­ρα­βί­α, ι­σλα­μι­κός φο­ντα­με­ντα­λι­σμός στον μουσουλμανικό κόσμο και ιν­δου­ι­στι­κός στην Ιν­δί­α, για να μην α­να­φερ­θού­με στο σχετικά πρό­σφα­το πα­ρά­δειγ­μα του «Φω­τει­νού Μο­νο­πα­τιού» στο Πε­ρού. Εξάλλου, από τη στιγμή και πέρα που κυρίαρχος, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο –αλλά όλο και περισσότερο στην Κίνα– καθίσταται ο τεχνολογικός μεσσιανισμός του μετανθρώπου και της «τεχνητής νοημοσύνης», ο οποίος και εξαπλώνεται με την ιλιγγιώδη ψηφιακή ταχύτητα του διαδικτύου, οι παλιοί μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και ιστορικο-κοινωνικοί, μοιάζουν σαν παιδικά παιγνίδια μπροστά στο μεγάλο παιγνίδι του τέλους του ανθρώπου – κυριολεκτικώς.

Συναφώς, όλες οι παραλλαγές του διαφωτισμού και του ιστορικο-κοινωνικού μεσσιανισμού κατέτειναν σε αυτή την κατάληξη. Πριν οι μετανθρωπιστές φανταστούν έναν ολοκληρωτικά τεχνητό κόσμο –δημιούργημα ενός ανθρώπου που μεταλλάσσεται ο ίδιος γενετικά–, οι φιλόσοφοι και οι ιδεολογίες είχαν ήδη «σκοτώσει» τον άνθρωπο ως Φύση. Όλες οι ιδεολογίες του διαφωτισμού, και κατ’ εξοχήν η μαρξιστική εκδοχή του, αφού πρώτα σκότωσαν τον Θεό και ανήγγειλαν το «Regnum Hominis», στη συνέχεια σκότωσαν φιλοσοφικά τον ίδιο τον Άνθρωπο, κηρύσσοντάς τον ως ένα απλό δημιούργημα της Ιστορίας, της Κοινωνίας και των παραγωγικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός, που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1960 και ιδιαίτερα μετά το 1968 –από τον στρουκτουραλιστικό μαρξισμό του Αλτουσέρ, μέχρι τον μεταμοντερνιστικό σχετικισμό του Φουκώ–, έχοντας ρευστοποιήσει την έννοια του ανθρώπου, του φύλου, κάθε ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, και υιοθετώντας την έννοια του ανθρώπου ως κατασκευής, άνοιξαν, κάποτε άθελά τους, τον δρόμο για τον μετα-άνθρωπο ως κατασκευή όχι πλέον ιστορικο-κοινωνική αλλά γενετικο-τεχνολογική.

………………………………………………………………………………………

Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την, εν τοις πράγμασι, κατάρρευση του έσχατου κοινωνιο-κεντρικού μεσσιανισμού είναι ανάγκη να πάμε ένα βήμα –και τι βήμα– πιο πέρα, προς την σταδιακή  ανασύσταση μιας καθολικής οραματικής πρότασης. Μια πρότασης καθολικής αλλά όχι μεσσιανικής – και τα υλικά της βρίσκονται εδώ, μπροστά μας: Από τη μαρξιστική κριτική του κεφαλαίου μέχρι την οικολογία, την κριτική του εργαλειακού λόγου και των «μεγάλων αφηγήσεων», ο ανθρώπινος πολιτισμός, τους δύο ή τρεις τελευταίους αιώνες, έχει συσσωρεύσει έναν τεράστιο πλούτο, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στο παλαιότερο απόθεμά του, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τους προσωκρατικούς και τον Επίκουρο, την ανυπέρβλητη ανακάλυψη του χριστιανισμού, τον Λάο τσε, τον Αεροπαγίτη, τον Σαίξπηρ και τον Θεοτοκόπουλο.

………………………………………………………………………………………

Για ένα τέτοιο εγχείρημα η δική μας παράδοση παραμένει ανοικτή σε νέες συνθέσεις, όπως έγινε στην αρχαιότητα, ακόμα και στο Βυζάντιο και τον νεώτερο ελληνισμό. Γιατί είμαστε ένας κόσμος των συνόρων, ένας κόσμος της σύνθεσης – εκόντες ή άκοντες, παρά και ενάντια στην καθημερινή μας ελλαδική εξαθλίωση. Σήμερα απαιτούνται νέες συνθέσεις. Και μπορούμε να είμαστε εκεί. Όπως το εξέφρασε με υπέροχο τρόπο ο Δημήτρης Πικιώνης, μιλώντας σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, για τη σχέση ελληνικότητας και μοντερνισμού στην τέχνη:

Κεί­με­νη ἀ­νά­με­σα σὲ τρεῖς ἠ­πεί­ρους, ἀ­νά­με­σα Ἀ­να­το­λῆς καὶ Δύ­σης, Βορ­ρᾶ καὶ Νό­του, εἰς τὴ δι­α­σταύ­ρω­ση τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ρευ­μά­των ποὺ ἀ­π’ ἀ­νέ­κα­θεν περ­νού­σα­νε ἀ­πά­νω­θέ της, ρό­λος της προ­αι­ώ­νιος ἤ­τα­νε –καὶ εἶναι– νὰ συν­θέ­σει τὰ πο­λυ­μι­γῆ κι ἀν­τι­θε­τι­κὰ στοι­χεῖ­α, ποὺ τὰ ρεύ­μα­τα τοὺ­τα τῆς ἔ­φερ­ναν, σὲ μιὰν ἁρ­μο­νί­α δη­λω­τι­κὴ τῆς ἰ­δι­αί­τε­ρής της προ­σω­πι­κό­τη­τας.­.. Καὶ τὰ λό­για ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται στὸ Δελ­φι­κὸ ὕ­μνο –ποὺ «μέ­σα του, καί­τοι μο­νό­φω­νο, ξά­νοι­γε κα­νεὶς τὶς φω­νὲς ὅ­λων τῶν λα­ῶν» (βλ. Ἄγγελος Σι­κελια­νός, Δελφι­κὸς Λό­γος)– εἶ­ναι δη­λω­τι­κὰ τῆς ἐ­νέρ­γειας αὐ­τῆς. Στὸ Μεσαί­ωνα πά­λι, μὲ τὴ βυ­ζαν­τι­νὴ πα­ρά­δο­ση, ἐ­πι­τε­λεῖ­ται ὁ ἄ­θλος τῆς σύν­θε­σης τῶν ἑλ­λη­νο­ρω­μα­ϊ­κῶν στοι­χεί­ων μὲ τ’ ἀ­να­το­λι­κά.

Ἡ οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα τού­τη –προ­νό­μιο ὅ­λων τῶν με­γά­λων πα­ρα­δό­σε­ων τοῦ Ἀρ­χαί­ου Κό­σμου– λαν­θά­νει μέ­σα στὴ λα­ϊ­κή μας πα­ρά­δο­ση. Δὲν εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της τού­τη ποὺ πη­γά­ζει ἡ ἀ­νε­ξάν­τλη­τη δύ­να­μή της γι’ ἀ­να­νέ­ω­ση ποὺ ἀ­π’ ἀ­νέ­κα­θεν τὴ χα­ρα­κτή­ρι­ζε, καὶ τώ­ρα στοὺς και­ρούς μας δὲν εἶ­ναι ἀ­νοι­χτή, γιὰ νὰ πῶ ἔ­τσι, στὰ σχή­μα­τα τοῦ πρω­το­πο­ρια­κοῦ κι­νή­μα­τος τῆς Νέ­ας Τέ­χνης, ὅ­σο, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση εἶ­ναι κλει­στὴ σ’ αὐ­τά; Πραγ­μα­τι­κά, θὰ δοῦ­με μιὰ μύ­χια συγ­γέ­νεια ἀρ­χῶν ἀ­νά­με­σα στὰ κυ­βι­κά σχή­μα­τα τῆς αἰ­γαι­ο­πε­λα­γι­κῆς μας ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς κι ἐ­κεί­να τῆς Νέ­ας Τέ­χνης…

 

[1] Βλ., Lionel Richard, Nazisme et littérature, Éd. Maspero, Παρίσι 1971· Λιονέλ Ρισάρ,  Ναζισμός και κουλτούρα, Αστάρτη, Αθήνα 1999.