Περιγραφή
Πρόλογος της Έκδοσης
Το βιβλίο του Δημήτρη Λιβιεράτου καλύπτει την περίοδο των κοινωνικών αγώνων για τα χρόνια 1923-27 που είναι εξαιρετικά σημαντική για την ελληνική και την παγκόσμια — ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή ιστορία.
Για την Ελλάδα, γιατί το 1923 αρχίζει μόλις η “μεταπολεμική” περίοδος, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την τεράστια μετακίνηση πληθυσμών από τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και τη Νότια Ρωσία, που οδήγησε στην είσοδο 1.200.000 προσφύγων.
Για μια χώρα που βγαίνει από μια περίοδο 13 χρόνων αναταραχής — που αρχίζουν το 1909 και τελειώνουν το 1922 — περίοδο που αποτέλεσε μια αληθινή κοσμογονία, η Ελλάδα του 1923 είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του 1909. Όχι μόνο εξαιτίας της εδαφικής επέκτασης και της πληθυσμιακής διόγκωσης, αλλά εξαιτίας των αλλαγών που σημειώθηκαν στον κοινωνικό ιστό και την καταπληκτική αλλαγή του ιδεολογικού και πολιτιστικού κλίματος. Η “βαλκανική” Ελλάδα του 1909 πέρασε, κυριολεκτικά “δια πυρός και σιδήρου”, σε μια νέα φάση κοινωνικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού, που ίσως σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα δεν έχει δείξει η σύγχρονη Ελλάδα.
Και μια αναδρομή στα πολιτικά γεγονότα της εποχής αρκεί για να μας το δείξει. Το 1909 γίνεται με το κίνημα στο Γουδί η ανατροπή της παλιάς “παλαιοκομματικής” τάξης πραγμάτων. Ο Βενιζέλος έρχεται από την Κρήτη και αναλαμβάνει την ηγεσία της νέας πορείας. Αρχίζει η πολεμική προετοιμασία, η αγροτική μεταρρύθμιση μετά το Κιλελέρ, η εργατική νομοθεσία, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση; η Κρήτη ενώνεται με την Ελλάδα. Το 1912 αρχίζουν οι βαλκανικοί πόλεμοι. Η Ελλάδα διευρύνεται με την κατάληψη της Ηπείρου της Μακεδονίας, στα σημερινά όρια της, νησιών του Αιγαίου, της Δυτικής Θράκης, σε συνεργασία με τις υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες. Μετά πόλεμος με τη Βουλγαρία — Β΄ Βαλκανικός — και εισβολή στο Βουλγαρικό έδαφος. Από την έναρξη του Παγκόσμιου πόλεμου σύγκρουση αντατόφιλων και γερμανόφιλων, Βενιζέλου – Κωνσταντίνου, ρήξη από το 1915 και μετά, εισβολή των δυνάμεων της Αντάτ, βενιζελικό κίνημα και κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης σε σύγκρουση με την κυβέρνηση της Αθήνας. Αποπομπή του Κωνσταντίνου και εισβολή στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Σμύρνη. Ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές, αποχώρηση του στο εξωτερικό, κυβέρνηση λαϊκών. Οι αγγλογάλλοι σιγά-σιγά αποσύρουν την υποστήριξη τους στη Μικρασιατική περιπέτεια. Επανάσταση του Κεμάλ και αντίσταση στην ελληνική εισβολή. Πορεία στην Άγκυρα, ήττα στο Σαγγάριο και καταστροφή. Καταρρέει η “Ελλάς των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Στρατιωτικό, “δημοκρατικό” κίνημα. Διώχνεται ο βασιλιάς και οι ηγέτες του Λαϊκού κόμματος, πρωθυπουργός, αρχηγός επιτελείου, υπουργοί, τουφεκίζονται στο Γουδί. Είναι η εκτέλεση των έξι. Κηρύσσεται η πρώτη ελληνική αβασίλευτη δημοκρατία. Ταυτόχρονα η Ελλάδα συμμετέχει με εκστρατευτικό σώμα στη Νότια Ρωσία στην αντιμπολσεβίκικη εκστρατεία, ενώ με την καταστροφή αρχίζει η μεγάλη ανταλλαγή των πληθυσμών. Και αυτά είναι μόνο τα κυριότερα από τα γεγονότα μιας ταραγμένης περιόδου.
Ριζώνει ουσιαστικά η μεγάλη βιομηχανία στη χώρα και με τη διεύρυνση της αγοράς, τα φτηνό χέρια των μεταναστών και την επένδυση των κερδών της πολεμικής περιόδου, δημιουργείται η σύγχρονη καπιταλιστική επιχείρηση.
Με την αγροτική μεταρρύθμιση που αρχίζει το 1910 και ολοκληρώνεται το 1934 η ελληνική αγροτιά μεταβάλλεται από την άποψη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων στην πιο “εξισωτική” του καπιταλιστικού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα επεκτείνονται οι καλλιεργούμενες εκτάσεις και βελτιώνονται οι καλλιεργητικές μέθοδες.
Εκσυγχρονίζεται αποφασιστικά το πολιτικό πλαίσιο. Από το 1909 αρχίζει μια διαδικασία που μεταβάλλει τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες σε μαζικό κοινωνικό φαινόμενο. Δεν πρόκειται πια για μια “βαλκανική μοναρχία” αλλά για πολιτική και κοινωνική ζωή που “παίζεται” σε κλίμακα μαζών. Οι μεγάλες πολεμικές κινητοποιήσεις και μετακινήσεις, τα πραξικοπήματα, οι αλλαγές, οι εισβολές ξένων στρατευμάτων, οι προσαρτήσεις και οι απώλειες εδαφών, όπως και η εμφάνιση σε μεγάλη κλίμακα του εργατικού κινήματος δημιουργούν ένα εντελώς νέο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα.
Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος αποτελεί έναν αποφασιστικό παράγοντα αυτού του “εκσυγχρονισμοί” που πραγματοποιήθηκε κάτω από το κροτάλισμα των μυδράλλιων και την ηχώ των τηλεβόλων. Από το 1918 το εργατικό κίνημα ξεπροβάλλει πια σαν ένας αποφασιστικός και νέος παράγοντας στην ελληνική πολιτική και κοινωνική σκηνή. Η δημιουργία του ΚΚΕ και της ΓΣΕΕ σημαδεύουν αυτή τη νέα πραγματικότητα. Παλαιοί πολεμιστές, πρόσφυγες και αγροτικές κινητοποιήσεις σφραγίζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα. Η μεταπολεμική Ελλάδα — η Ελλάδα του 1922 συναντάει πια την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή ήπειρο, που στην περίοδο 1917-23 ζει μια επαναστατική περίοδο χωρίς προηγούμενο.
Αν στην Ελλάδα μόλις αρχίζει — το 1923 — η μεταπολεμική περίοδος, στην Ευρώπη ήδη οδηγείται στο τέλος της η μεγάλη επαναστατική περίοδος που σημάδεψε το τέλος του Πρώτου Πολέμου σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στη Ρωσία ο εμφύλιος τελειώνει, στη Γερμανία οι επαναστατικές απόπειρες βρίσκονται σε αδιέξοδο, η Ουγγαρία του Μπέλλα Κουν είναι ήδη ανάμνηση και στην Ιταλία δεν είναι πια η εποχή των εργοστασιακών συμβουλίων αλλά της Μουσολινικής πορείας προς τη Ρώμη. Η Ελλάδα — παρόλο που πλησιάζει με τεράστια βήματα την ευρωπαϊκή πραγματικότητα — βρίσκεται σε μια διαφορά φάσης από την υπόλοιπη Ευρώπη: τη στιγμή που τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα — ιδιαίτερα με την επιστροφή των στρατιωτών και την εισροή των προσφύγων — διογκώνονται, η επαναστατική περίοδος βρίσκεται στο τέλος της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ελλάδα δεν θα ζήσει τα χρόνια της αναταραχής 1923-27 σε συγχρονισμό με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά μάλλον σε ένα διεθνές κλίμα που δεν επέτρεπε μεγάλες ελπίδες για επαναστατικές ανατροπές. Αυτή η δυσμενής συγκυρία θα επιδράσει αποφασιστικά στις εσωτερικές εξελίξεις.
Γιατί βέβαια η όψιμη συγκρότηση του εργατικού και επαναστατικού κινήματος, αποτελούσε ένα πρώτο αρνητικό στοιχείο. Η πρόσφατη ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΚΚΕ, του πρώτου εργατικού κόμματος που ιδρύθηκε ποτέ στην Ελλάδα, η έλλειψη κάποιας σοβαρής παράδοσης εργατικού κινήματος — ουσιαστικά το εργατικό κίνημα μέχρι το 1918 διανύει την προϊστορία του — η έλλειψη εργατικών και κοινωνικών αγώνων μεγάλης κλίμακας ήταν στοιχεία που ήδη από μόνα τους δεν επέτρεπαν μια γρήγορη επαναστατική εξέλιξη της κοινωνικής πραγματικότητας. Παρά τις τεράστιες ανατροπές, κοινωνικές, πολιτικές, πληθυσμιακές, οικονομικές, που σφραγίζουν αυτή την περίοδο, παρόλη την εξαιρετική εξασθένιση της άρχουσας τάξης — ή μάλλον των αρχουσών τάξεων μέσα από τις αναμεταξύ τους αντιθέσεις — μια κατάσταση, που όπως συχνά επισημαίνεται “η εξουσία βρισκόταν στο δρόμο”, αλλά δεν υπήρχε κανείς για να την πάρει. Η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1918 δεν είχε το ίδιο νόημα με ότι συνέβη την ίδια περίοδο στις Ευρωπαϊκές χώρες. Δεν επρόκειτο για την απόσπαση της αριστεράς του εργατικού κινήματος από την παλιά σοσιαλδημοκρατία που απόδειξε την ανικανότητα και την προδοσία της στη διάρκεια του πολέμου, με αίτημα την πραγματοποίηση της επανάστασης, αλλά για την ίδια την αρχική, εμβρυακή, δημιουργία του πρώτου εργατικού κόμματος. Τα πολεμικά χρόνια 1918-22, το ΚΚΕ και το εργατικό κίνημα δεν κατόρθωσε να απειλήσει σημαντικά το κυρίαρχο κοινωνικό συγκρότημα. Το επαναστατικό εργατικό κίνημα μόλις ξεκινούσε σε πανεθνική κλίμακα. Παρόλη την αναταραχή στο στρατό και την αντιπολεμική προπαγάνδα του ΚΚΕ στο εκστρατευτικά σώμα της Μικράς Ασίας, πρόκειται τελικά για περιορισμένες κινήσεις. Το εργατικό κίνημα μόλις εκκινεί σε μια επαναστατική βάση.
Αυτή η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, ότι δηλαδή το εργατικό κίνημα και γενικότερα κάθε κίνημα κοινωνικής αναταραχής ταυτίστηκε με την ιστορία του ΚΚΕ, ότι δηλαδή δεν υπάρχει ένα προηγούμενο εργατικό κίνημα μεγάλης πνοής, μια παράδοση αυτόνομων εργατικών αγώνων ταυτίζει πρακτικά την ιστορία των εργατικών και κοινωνικών αγώνων με την ιστορία του ΚΚΕ και των ομάδων που αποσπάστηκαν απ’ αυτό. Η πολιτική και συχνά η συνδικαλιστική ιστορία του εργατικού κινήματος γράφεται στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτή η παράδοση σημαδεύει την ιστορία των κοινωνικών αγώνων στην Ελλάδα μέχρι τουλάχιστο το 1974.
Αυτή η πραγματικότητα που δείχνεται με ενάργεια από το γεγονός ότι η ΓΣΕΕ δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του ίδιου του ΚΚΕ και ότι παρέμενε ουσιαστικά συνδεδεμένη μαζί του για πολλά χρόνια — ακόμα και καταστατικά — εμφανίζει το κοινωνικό φαινόμενο να ταυτίζεται σχεδόν με το πολιτικό, ή μάλλον το πολιτικό να προηγείται του κοινωνικού. Η ταξική ρευστότητα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού διοχετεύει το κοινωνικό μέσα από τα κανάλια του πολιτικού, πράγμα που σ’ ένα βαθμό συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Ο δρόμος της ταξικής αυτονομίας στην Ελλάδα είναι έντονα πολιτικός, και άρα σφραγισμένος με αντιφατικά χαρακτηριστικά — θετικά και αρνητικά.
Σημασία τελικά έχει ότι αυτή η πραγματικότητα που διαγράψαμε, δεν επιτρέπει τη μετατροπή της περιόδου 1923-27 σε εποχή επαναστατικής ανατροπής, ή αποπειρών για μια τέτοια ανατροπή, η περίοδος αυτή θα παραμείνει μια περίοδος “επαναστατικής εξαγγελίας”. Στην ελληνική κοινωνία ριζώνει η εξαγγελία της επανάστασης που ο Ελεφάντης θα χαρακτηρίσει “αδύνατη επανάσταση”. Τόσο γιατί η διεθνής συγκυρία δεν είναι πια ανοδική, όσο και εξαιτίας των ενδογενών στοιχείων η περίοδος 1923-27 θα αποτελέσει πολύ περισσότερο μια περίοδο ανάπτυξης κοινωνικών αγώνων και διαμόρφωσης της πολιτικής πραγματικότητας του εργατικού κινήματος και όχι αποπειρών για ανατροπή του καθεστώτος.
Χωρίς όμως να σημαίνει ότι παραμένει χωρίς σημασία για την παραπέρα εξέλιξη του κοινωνικού κινήματος. Αντίθετα θα λέγαμε ότι είχε τεράστια σημασία, γιατί ακριβώς σ’ αυτή την περίοδο, και τα χρόνια που θα ακολουθήσουν (1927-31, που αποτελούν το δεύτερο μέρος της δουλειάς του Λιβιεράτου) διαμορφώνεται το πρόσωπο του εργατικού κινήματος, που στην επόμενη περίοδο, από το ’41 και μετά θα κάνει την πρώτη του επαναστατική απόπειρα, την απόπειρα της χαμένης επανάστασης της δεκαετίας 1940-50. Αυτά τα χρόνια παίζεται το ζήτημα της διαμόρφωσης του εργατικού κινήματος, είτε σαν ένα κίνημα που θα στηρίζεται στην αυτονομία των κοινωνικών αγώνων και θα προσπαθεί να εκφράσει την πολυμορφία τους, είτε σαν ένα κίνημα που ενώ εκφράζει τους εργατικούς αγώνες, ταυτόχρονα τους καταστέλει και τους εντάσσει στα όρια της πολιτικής του κόμματος. Όλοι ξέρουμε πως είναι ακριβώς το δεύτερο που συνέβη. Κι εκεί εμφανίζονται οι δυο παράγοντες που ήδη αναφέραμε. Η σταθεροποίηση στην Ευρώπη, η αποτυχία της επανάστασης έξω από τη Ρωσία, οδηγεί σιγά-σιγά στο “σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα” — έστω και με το ζόρι — και στη σταδιακή άνοδο της σταλινικής αντεπανάστασης, που ακριβώς γύρω στο 1930 μπορεί πια να αρχίσει να ξεδιπλώνεται ελεύθερα, έχοντας εξοντώσει τον ένα μετά τον άλλο τους εσωτερικούς εχθρούς της και να επιβάλει τη γραμμή της στο διεθνές εργατικό κίνημα. Αυτή η πορεία προφανώς εκφράζεται και στην ίδια την πορεία και τις διασπάσεις του ελληνικοί) κόμματος. Συνδυάζοντας αυτή την πορεία με την ταυτόχρονη έλλειψη άλλων ευρύτερων κοινωνικών και εργατικών παραδόσεων που θα έβαζαν ίσως κάποιο φραγμό σ’ αυτή τη μονόδρομη κατεύθυνση μπορούμε να καταλάβουμε το σημαντικό ρόλο που παίζει αυτή η περίοδος για τη διαμόρφωση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Σήμερα ακόμα εξακολουθούμε να ζούμε τις συνέπειες αυτής της διαμόρφωσης. Της ταύτισης δηλαδή του εργατικού κινήματος με ένα κόμμα. Στην περίοδο που εξετάζει ο συγγραφέας κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμα συμβεί. Υπάρχουν ακόμα πολλές κεντρόφυγες δυνάμεις και η “επαναστατική εξαγγελία” παραμένει το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου. Οι αγώνες των προσφύγων, των παλαιών πολεμιστών, των εργατών, των αγροτών, των πολιτικών οργανώσεων φέρνουν ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό “μήνυμα” στην Ελλάδα που σπαράζεται ανάμεσα στις αντιθέσεις των αστικών κομμάτων. Είναι η νέα επαναστατική εξαγγελία που παίρνει σάρκα και οστά στην Ελλάδα. Από δω και μπρος η εργατική και επαναστατική απειλή θα αποκτάει όλο και μεγαλύτερο βάρος στον πολιτικό “σχεδιασμό” των αρχουσών τάξεων, μέχρι να φτάσει, στη δεκαετία του 1940 στην απόπειρα της ανατροπής.
Αυτή η ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων και οι πολιτικές διαδικασίες και σχηματοποιήσεις στο εσωτερικό των εργατικών οργανώσεων αποτελούν το αντικείμενο του βιβλίου του Δημήτρη Λιβιεράτου, που θα ολοκληρωθεί με την έκδοση και του δεύτερου τόμου του έργου του, για τα χρόνια 1927-31.
Η βιβλιογραφία θα δημοσιευτεί με την έκδοση του δεύτερου τόμου. Μέσα σε παρένθεση βρίσκεται ο αριθμός του βιβλίου στη βιβλιογραφική καταγραφή και δίπλα ο αριθμός της σελίδας.
“Κομμούνα” Σεπτέμβρης 1985