Περιγραφή
Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς
| ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | |
| Πρόλογος | 7 |
| ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ | 15 |
| Η μαγείρισσα και το κράτος | 17 |
| Για το πρόγραμμα του κομμουνισμού | 23 |
| Οικολογία, αγώνας για άλλη κοινωνία | 33 |
| Σοσιαλισμός, καπιταλισμός ή κομμουνισμός | |
| 39 | |
| Για ένα νέο μοντέλο παραγωγής | 47 |
| Πυρηνικό κράτος και εναλλακτικές λύσεις | 61 |
| Οι δρόμοι του παραδείσου | 77 |
| Στο κατώφλι μιας νέας ιστορικής εποχής | 109 |
| …ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΓΕΙ | |
| ΤΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ | 129 |
| Πάνω στην ουσία του ανθρώπου | 131 |
| Η καταστροφή του λόγου | 136 |
| Μπερνστάιν ή Λένιν | 145 |
| Να πάρουμε ή να καταστρέψουμε την εξουσία | 157 |
| Ένα στοίχημα | 163 |
| L’ age de la raison | 179 |
| To νόημα του εναλλακτικού κινήματος | 193 |
| Προλεταριάτο και ανθρωπισμός | 205 |
Πρόλογος
Τα κείμενα που δημοσιεύονται εδώ γράφτηκαν σε μια διάρκεια οκτώ χρόνων. Κείμενα δημοσιευμένα ή αδημοσίευτα, όπως τα τελευταία, και μεγαλύτερα. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως διαπερνιούνται από μια κοινή προβληματική —σε διαρκή εξέλιξη μεν, αλλά πάντως κοινή: Πώς, δηλαδή, μέσα από την υπέρβαση των παλιών κατηγοριών, του παλιού οράματος, θα οικοδομηθεί μια νέα οπτική, ένα νέο όραμα.
Απ’ αυτή την άποψη είναι κείμενα ρήξης, ρήξης του συγγραφέα τους τόσο με τις παρωχημένες ιδεολογίες του εργατικού κινήματος, τον μαρξισμό-λενινισμό και τον αναρχισμό, όσο και με το ίδιο το παρελθόν του, με τις πρακτικές του παρελθόντος, του δικού του και των συντρόφων του.
Ένα σύνολο από κατηγορίες και πεποιθήσεις, η επανάσταση, η δικτατορία του προλεταριάτου, η πλήρης κατάργηση του κράτους και του εμπορεύματος, η αντιπαράθεση ρεφορμισμού και μαρξισμού-λενινισμού, ο διαχωρισμός καπιταλισμού και σοσιαλισμού με σινικό τείχος, η αντιπαράθεση πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας, η πίστη πως οι πολιτικοί μετασχηματισμοί προηγούνται των κοινωνικών, η διαφοροποίηση αστικοδημοκρατικών και προλεταριακών διεκδικήσεων, μπαίνουν υπό αμφισβήτηση και συχνά απορρίπτονται.
Πρόκειται για μια πορεία που μας οδήγησε από τη θέση του «κριτικού» μαρξισμού, (από εκείνο το μάγμα απόψεων που αρχίζει από τον Μαρκούζε, τη σχολή της Φραγκφούρτης, περνάει από τον Καστοριάδη του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» και φτάνει μέχρι τον ιταλικό εργατισμό), στη σημερινή υπέρβαση του μαρξισμού σαν κωδικοποιημένου και αποκλειστικού συστήματος αναφοράς. Πρόκειται για μια πορεία ενσωμάτωσης νέων στοιχείων στο αρχικό μαρξιστικό corpus, απόψεων και ανακαλύψεων που σταδιακά μετέβαλαν την ίδια την αρχική σύνθεση! Ένας μαρξισμός που προσπαθεί να ενσωματώσει τον φροΰδισμό, τον υπαρξισμό, την αντιεξουσιαστική κριτική, τις σύγχρονες ανακαλύψεις της φυσικής, της ανθρωπολογίας, της φιλοσοφίας (βέβαια πάντα μέσα στα όρια των γνώσεων τον συγγραφέα) και τις καταλυτικές εμπειρίες του σοσιαλιστικού κινήματος, του υπαρκτού σοσιαλισμού και των επαναστατικών κινημάτων των τελευταίων είκοσι πέντε χρόνων, καταλήγει τελικά να είναι μια απλή ιδεοληπτική αναφορά σε έναν μυθολογικό και διαρκώς αναγεννώμενο από την τέφρα του μαρξισμό.
Προσπαθώντας αρχικά να τα εντάξουμε όλα στον μαρξισμό καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως, για να διατηρήσουμε οποιαδήποτε ζωντανή σχέση με το επαναστατικό και αληθινά προμηθεϊκό περιεχόμενο του μαρξικού έργου, θα πρέπει να υπερβούμε και να υπερκεράσουμε τον κωδικοποιημένο μαρξισμό, σαν μια νέα θρησκευτική και μυθολογική-μυθοποιητική κατηγορία. Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία —γιατί αυτό νοούμε με την αναφορά στο «μαρξισμό»— είναι σήμερα, όπως και κάθε ιδεολογία, μια μυθολογική-θρησκευτική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η μόνη διαφορά είναι πως οι παλιές θρησκείες είχαν σαν κέντρο και σημείο αναφοράς τους τον Θεό- η χριστιανική θρησκεία πέρασε στον Θεάνθρωπο και η μαρξιστική έβαλε σαν κέντρο της τον άνθρωπο, όμως πάλι με όρους και κατηγορίες ουσιαστικά υπερβατικούς —ο άνθρωπος θα νικήσει τις δυνάμεις της οπισθοδρόμησης, το φως θα λάμψει στο σκοτάδι και ο επίγειος Παράδεισος του κομμουνισμού θα αντικαταστήσει την καπιταλιστική κόλαση. Δεν έλειπε βέβαια ούτε το απαραίτητο καθαρτήριο, η δικτατορία του προλεταριάτου, εκεί όπου θα τιμωρηθούν οι κακοί —αστοί— θα ανταμειφθούν οι καλοί —προλετάριοι— και θα προετοιμαστούν οι συνθήκες για το πέρασμα στον παράδεισο.
Με τις απόψεις του Μαρξ συνέβη τελικά αυτό που τόσο φοβόταν ο ίδιος, μεταβλήθηκαν σε ιδεολογία και επομένως σε έναν κώδικα θρησκευτικού χαρακτήρα. Αν θέλει κανείς να ξανασυναντήσει κάτι από το προμηθεϊκό έργο του Μαρξ πρέπει να απορρίψει τον μαρξισμό!
Σήμερα, μέσα από μια διαδικασία ρήξης με τη μαρξιστική ιδεολογία, φτάσαμε σε μια θέση, όπου η αναφορά στη μεγάλη θεωρητική επανάσταση του Μαρξ αποτελεί μια θεμελιώδη απαίτηση, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί για να προσφέρει μια απάντηση στα προβλήματα της εποχής μας. Και αυτή η ανεπάρκεια δεν είναι μόνο ανεπάρκεια του μαρξισμού-λενινισμού, είναι συνέπεια και των ίδιων των ορίων της μαρξιστικής σκέψης, μιας σκέψης που αναπτύχθηκε μέσα στα όρια του 19ου αιώνα, μέσα στα όρια μιας εποχής που η μηχανιστική σκέψη από τη μια και το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας από την άλλη δεν επέτρεπαν στη φιλοσοφική καθολικότητα του νεαρού Μαρξ και της «Γερμανικής ιδεολογίας» να μετασχηματιστεί σε μια αντίστοιχη οικονομική και ταξική ανάλυση, στο «Κεφάλαιο». Μένουν τα Grundrisse σαν μια εκπληκτική υπέρβαση των ορίων της εποχής και του εργατικού κινήματος του 19ου αιώνα. Ωστόσο η κριτική μας δεν μπορεί να σταματήσει μπροστά σε κανένα ταμπού, και αυτό το ταμπού δεν είναι βέβαια ούτε ο ίδιος ο Μαρξ. Εξάλλου ο μαρξισμός-λενινισμός έχει την αφετηρία του σε πραγματικές τοποθετήσεις τον Μαρξ και όχι σε απλές διαστρεβλώσεις του. Με τη μόνη διαφορά ότι στο μαρξικό έργο μπορούν να βρεθούν και αντίθετες ενδείξεις, ενώ στη μαρξιστική ιδεολογία όχι.
Η αναφορά στην πάλη των τάξεων σαν μοναδικού κινητήρα της ιστορίας αποτελεί μια μονοδιάστατη αντίληψη. Πίσω από την πάλη των τάξεων, και σε στενή διαπλοκή μαζί της, θα ανευρεθεί η πάλη για την κυριαρχία πάνω στη φύση, η πάλη για την υπέρβαση της εργασίας και της ανάγκης κ.λπ. κ.λπ. Η θεωρία της πάλης των τάξεων σαν μοναδικού ερμηνευτικού κλειδιού της ιστορίας οδηγεί σε όλες τις παρανοήσεις και υπερβολές που ακολούθησαν. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη το κράτος δεν ήταν παρά ένα εργαλείο στα χέρια μιας τάξης, χωρίς κανένα στοιχείο ταυτόχρονης οργάνωσης —έστω αλλοτριωμένης από την πολιτική αναπαράσταση— λειτουργιών αναγκαίων για όλη την κοινωνία η επιστήμη, η τεχνολογία και η τέχνη είναι ταξικές και μόνο ταξικές και επομένως οι σταλινικές και ζντανοφικές θεωρίες για «προλεταριακή» τέχνη και επιστήμη νομιμοποιούνται. Εφόσον η ταξική πάλη διαπερνά και σφραγίζει τα πάντα, η κοινωνία πρέπει να βρίσκεται σε μια ασυμφιλίωτη-αδιάκοπη αντιπαράθεση, χωρίς κανένα σημείο επαφής, όπου ο μόνος νόμος είναι η σύγκρουση, ο διαχωρισμός, ο εμφύλιος πόλεμος. Όπως καταλαβαίνουμε όμως, ο μαρξισμός-λενινισμός οδηγήθηκε έτσι σε ένα τεράστιο αδιέξοδο, μια και η πράξη υπήρξε εντελώς διαφορετική.
Μόνο μια άποψη που βλέπει την ταξική πάλη σαν ένα στοιχείο ανάμεσα σε άλλα, ένα στοιχείο που βέβαια υπερκαθορίζει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, χωρίς αυτό να αναιρεί τη διαπίστωση πως δεν υπάρχει ένας και μοναδικός «κινητήρας». Αν θέλαμε μάλιστα να είμαστε ακριβείς, θα λέγαμε πως ο βασικός «κινητήρας» της ανθρώπινης ιστορίας είναι η κυριάρχηση της φύσης και μόνο δευτερογενώς έρχεται η ταξική πάλη να σφραγίσει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Παράλληλα, μια θεωρία που αρνείται το ρόλο της ανθρώπινης ψυχολογίας, το – ρόλο του ανθρώπου σαν φυσικού όντος στη διαμόρφωση της ιστορίας και πάλι αποτυχαίνει στη διερεύνηση της. Θεωρώντας τα ένστικτα και την ανθρώπινη ψυχολογία αποκλειστικό δημιούργημα των κοινωνικών συνθηκών και της ταξικής πάλης, οδηγείται σε αδιέξοδο, εξοβελίζει την έννοια του ανθρώπου. Να από πού ο αλτουσερικός αντι-ανθρωπισμός αντλεί την πηγή του. Εξοβελίζοντας όμως την κατηγορία άνθρωπος και προτείνοντας μόνο τις ταξικές κατηγορίες, πώς είναι δυνατό να μιλάμε για «ανθρώπινο πολιτισμό», πώς μπορούμε να μιλάμε για το πέρασμα σε μια αταξική κοινωνία; Πώς από την ταξικότητα μπορούμε να περάσουμε στην υπερταξικότητα αν δεν υπάρχει μια άλλη κατηγορία, η κατηγορία άνθρωπος;
Η αντίφαση και το αδιέξοδο είναι τεράστια και ακριβώς εμείς, η επαναστατική, η προλεταριακή αριστερά που αναδύθηκε με τον Μάη του ’68, εκείνη η αριστερά που, σε αντίθεση με τους υπνώττοντες των κομμουνιστικών κομμάτων, δοκίμασε να φτάσει αυτές τις απόψεις στα όρια τους, στην πράξη, κατανόησε ή απόκτησε τη δυνατότητα να κατανοήσει πως η αναθεώρηση και η κριτική πρέπει να πάνε πολύ βαθιά, ακριβώς γιατί τα όρια αυτών των απόψεων είναι ο σύντροφος μας ο Πολ Ποτ και οι σύντροφοι μας των τρομοκρατικών ένοπλων οργανώσεων, που δεν μπορούν, με βάση αυτό το ερμηνευτικό κλειδί, να νοήσουν τη συνύπαρξη με τους αστούς, παρά μόνο με όρους διαρκούς εμφύλιου πόλεμου. Αφού δοκιμάσαμε να μεταβάλουμε σε πολιτική πράξη και πράξη ζωής αυτόν τον ασυμβίβαστο «διαχωρισμό» και αφού αποτύχαμε, φτάσαμε να αναρωτηθούμε και να αμφισβητήσουμε το ίδιο το θεωρητικό και φιλοσοφικό θεμέλιο αυτών των απόψεων, αναζητώντας το στην ίδια τη μονοδιάστατη μαρξική τοποθέτηση. Αν αποπειραθούμε να βιώσουμε τη θεωρία της ταξικής πάλης σαν μοναδικού νόμου της ιστορίας, αυτή η απόπειρα, στα έσχατα όρια και συνέπειες της, οδηγεί στην παράκρουση.
Το ίδιο ισχύει με τη θεωρία της πολιτικής επανάστασης που προηγείται υποχρεωτικά των κοινωνικών μετασχηματισμών, άποψη που σε ευθεία γραμμή σπρώχνει στην παντοκρατορία του κόμματος, την πολιτική αναπαράσταση και τον πραξικοπηματισμό. Για όλους αυτούς τους λόγους, και δεκάδες άλλους που εξετάζουμε στα κείμενα που ακολουθούν, δεν μπορούμε σήμερα να νοήσουμε μια σύγχρονη επαναστατική θεωρία προσκολλημένη στον μαρξισμό, αλλά ούτε ακόμα και στον Μαρξ. Αντίθετα η κριτική, η ρήξη με τη μαρξιστική θρησκεία είναι προϋπόθεση για την αναζήτηση της αλήθειας και επομένως για την αναζήτηση και θεμελίωση ενός καλύτερου κόσμου. Με τον ίδιο τρόπο που αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη μελέτη του Μαρξ και την αναφορά στις μεγάλες ανακαλύψεις του, όμοια δεν μπορεί να γίνει με την προσκόλληση στον μαρξισμό και τον Μαρξ. Πέρα λοιπόν από τον Μαρξ, αλλά όχι χωρίς αυτόν.
Ωστόσο αυτά τα κείμενα δεν γράφτηκαν, ούτε εξάλλου ήταν δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο στη χρονική διάρκεια οκτώ χρόνων, μέσα στο ησυχαστήριο του ερευνητή, αλλά αποτέλεσαν κείμενα δεμένα με τη συγκυρία και τους εκάστοτε προβληματισμούς που έβαζαν τα κινήματα, η εθνική και διεθνής εμπειρία.
Για τον συγγραφέα εντάσσονται σε ένα κύκλο προβληματισμού και αναζητήσεων που προσπαθούν να διερευνήσουν εναλλακτικές θεωρητικές απαντήσεις, σαν ανάγκη για την επέκταση και ανάπτυξη του ίδιου του εναλλακτικού κινήματος. Έτσι λοιπόν οι αναζητήσεις του προλόγου μοιάζουν λίγο πρωθύστερες μια και βιάζουν τον προβληματισμό προς την κατεύθυνση μιας «κριτικής στον Μαρξ και τον μαρξισμό», που δεν αποτελεί το κέντρο αναφοράς των κειμένων. Αρχική αφετηρία υπήρξε πάντα η απάντηση σε καθημερινά και απτά αδιέξοδα και αμφισβητήσεις της πρακτικής μας, η ανάγκη να φωτιστεί η πράξη μας. Τώρα βέβαια, εκ των υστέρων, διακρίνει κανείς το νήμα της υπέρβασης του μαρξισμού-λενινισμού που διαπερνάει όλα τα κείμενα, και μια και αυτή τη στιγμή κεντρική αναζήτηση του συγγραφέα είναι ομολογημένα η έρευνα στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης μιας σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας, αναπόφευκτα αυτά τα λίγα λόγια του προλόγου σφραγίζονται απ’ αυτή την επιτακτική ανάγκη. Τα κείμενα που ακολουθούν δείχνουν μάλλον πώς οδηγήθηκα σε αυτήν.
Η αφετηρία ήταν το κίνημα του ’68, η εναλλακτική του φύση. Σταδιακά ξεσκεπάζοντας το ένα μετά το άλλο τα πέπλα που οι παλιές ιδεολογίες έριχναν πάνω στην πραγματικότητα, καταλήξαμε σε ένα σύνολο από παραδοχές που από κείμενο σε κείμενο, βήμα το βήμα, έρχονται να απαντήσουν στο θεωρητικό κενό που άφηνε πίσω της η έκπτωση του μαρξισμού-λενινισμού και του αναρχισμού. Μερικές από τις βασικότερες παραδοχές στις οποίες καταλήξαμε είναι οι ακόλουθες:
Α) Η πρώτη και θεμελιώδης είναι πως η επανάσταση δεν είναι μια διαδικασία που εγκαινιάζεται από μια πολιτική ανατροπή, αλλά μια μακρόχρονη ιστορική διαδικασία, όπου οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές που διαδέχονται η μια την άλλη ή πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, σφραγίζουν την εποχή του μεγάλου περάσματος από κοινωνίες ταξικής εκμετάλλευσης σε κοινωνίες μετακαπιταλιστικές και μετασοσιαλιστικές. Και αυτή η μεγάλη επαναστατική περίοδος αρχίζει όχι με τη ρώσικη επανάσταση, αλλά με μια άλλη μεγάλη
πολιτική και κοινωνική επανάσταση, τη γαλλική, όπου το αίτημα της πολιτικής ισότητας άφηνε ήδη να διαφαίνεται η διεκδίκηση του κοινωνικού εξισωτισμού. Διακόσια χρόνια επαναστάσεων και μετασχηματισμών οδηγούν στο σημερινό κόσμο όπου,
Β) Κεντρική διεκδίκηση δεν είναι πια η διαφορετική κατανομή της πίτας του εθνικού εισοδήματος, έστω και αν αυτή εξακολουθεί να αποτελεί μια συνιστώσα των επαναστατικών κινημάτων στις αναπτυγμένες χώρες. Η αιχμή των σύγχρονων επαναστατικών κινημάτων είναι η αλλαγή κοινωνίας, η αλλαγή του συστήματος των αναγκών, είναι η κομμουνιστική διεκδίκηση. Το κίνημα που αναδύεται στη δεκαετία του ’60 είναι ένα κίνημα που στηρίζεται στις ριζικές ανάγκες του ανθρώπου, και γι’ αυτό, κίνημα οντολογικών-κομμουνιστικών διαστάσεων. Ανατροπή της κεντρικότητας της ετερογενούς εργασίας—πέρα από την εργασία— ανατροπή της αδιάκοπης συσσώρευσης αγαθών, απόρριψη του «πρωκτικού» ανθρώπου, του εμπορεύματος, λιγότερα και διαφορετικά αγαθά, μαρασμός του κράτους και ανάδυση των αυτόνομων εναλλακτικών δραστηριοτήτων και κοινοτήτων των ανθρώπων. Και βέβαια αυτή η κομμουνιστική διεκδίκηση δεν είναι μονόδρομος, αποτελεί μια δυνατότητα του ανθρώπου, απέναντι στον τεχνοφασισμό και την οικολογική καταστροφή.
Αυτές οι δύο βασικές παραδοχές, η παραδοχή της επανάστασης σαν διάρκεια, σαν διαδικασία «πριν από την επανάσταση», που έχει οδηγήσει στον σημερινό σοσιαλ-καπιταλιστικό κόσμο και η άμεση συνέπεια της —που έχει εμπειρικά διαπιστωθεί— πως το νέο επαναστατικό κίνημα είναι ένα κίνημα κομμουνιστικό, αποτελούν το θέμα του πρώτου μέρους του βιβλίου, «Ονομάζουμε κομμουνισμό…», ενώ το δεύτερο έχει σαν θέμα του κύρια τις συνέπειες αυτών των παραδοχών από την άποψη του κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου και των πολιτικών θεσμών.
Γ) Έτσι η παραδοχή της επαναστατικής διαδικασίας σαν μιας ιστορικής εποχής που εγκαινιάζεται με τη γαλλική επανάσταση μας οδηγεί στην απόρριψη της ψευδούς διχοτόμησης ανάμεσα σε «αστικο-δημοκρατική» και προλεταριακή επανάσταση, ανάμεσα σε «τυπική» δημοκρατία και προλεταριακή δικτατορία και ακόμα περισσότερο στην άρνηση της αντιπαράθεσης ανάμεσα τους. Αντίθετα δεν είναι δυνατό να υπάρξει οποιαδήποτε προλεταριακή ηγεμονία χωρίς πολιτική δημοκρατία. Η έλλειψη πολιτικής δημοκρατίας σημαίνει έλλειψη εξουσίας για το προλεταριάτο, κυριαρχία της τάξης των διαχειριστών. Η δικτατορία του προλεταριάτου σαν μορφή άρνησης της πολιτικής δημοκρατίας, οδηγεί στη δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο! Ο πολιτικός πλουραλισμός και η πολιτική ισότητα δεν έρχονται σε αντίθεση με την κοινωνική ισότητα, αλλά αντίθετα αποτελούν προϋπόθεση της. Η έμμεση —αντιπροσωπευτική— δημοκρατία είναι αναγκαίος όρος για την ανάπτυξη της άμεσης.
Δ) Η κομμουνιστική φύση του νέου κινήματος δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από αλλαγή στο ίδιο το υποκείμενο των μετασχηματισμών. Η βιομηχανική εργατική τάξη δεν είναι πια το μοναδικό ή κεντρικό επαναστατικό υποκείμενο. Θα λέγαμε μάλιστα, ότι δεν είναι καν η εργατική τάξη με την διευρυμένη της μορφή σαν κοινωνικός εργάτης, το αποκλειστικό υποκείμενο των μετασχηματισμών. Την εποχή των πυρηνικών, της καθολικής κυριαρχίας του κεφαλαίου, την εποχή του κομμουνιστικού κινήματος αυτό το υποκείμενο τείνει να προσλάβει ανθρωπολογικές διαστάσεις και περιλαμβάνει κινήματα όπως το νεολαιίστικο, το γυναικείο, το σπουδαστικό, που δεν αναφέρονται άμεσα στην αντίθεση κεφάλαιο-εργασία, αλλά περισσότερο στην αντίθεση εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων. Έτσι το υποκείμενο του μετασχηματισμού γίνεται μια κατηγορία ευρύτερη από την εργατική τάξη, γίνεται το προλεταριάτο με μια καθολική και ευρύτερη έννοια, δηλαδή οι κάθε μορφής εξουσιαζόμενοι. Το υποκείμενο αποκτάει οντολογικές διαστάσεις μια και ο κομμουνισμός μεταβάλλεται σε ανάγκη του ανθρώπου. Αυτή είναι η νέα καθολικότητα του επαναστατικού κινήματος.
Ε) Η φύση του κομμουνιστικού κινήματος και η διεύρυνση του υποκειμένου έχουν σαν συνέπεια την ανάδυση νέων πολιτικών και κοινωνικών μορφών δράσης. Η κοινωνική και πολιτική αυτονομία των επιμέρους υποκειμένων αποκτάει μια πρωτόφαντη διάσταση, μέσα στην καθολικότητα του εναλλακτικού κινήματος. Το γυναικείο κίνημα, το νεολαιίστικο, το εργατικό κλπ. αποτελούν τις αυτόνομες συνιστώσες μιας καθολικότητας και η προσωπική έκφραση δεν έρχεται πια σε αντίθεση με το συλλογικό, αντίθετα η κατεύθυνση είναι η οικοδόμηση ενός κομμουνιστικού κινήματος που αποτελείται από τόσες ατομικότητες όσοι και οι άνθρωποι που το αποτελούν. Η εναλλακτικότητα στην καθημερινότητα, στην ατομική ζωή, στο επίπεδο ομάδας και μικροκλίμακας συνδυάζονται με την εναλλακτική συνολική πρόταση, με το εναλλακτικό όραμα και μοντέλο. Η πάλη του εναλλακτικού κινήματος είναι μια πάλη σε όλα τα αζιμούθια, από την καθημερινότητα μέχρι την πολιτική ανατροπή.
Αν αυτό είναι το αντικείμενο των κειμένων που ακολουθούν, που δεν μπορούν βέβαια να συνοψιστούν σε ένα πρόλογο, τίποτε δεν αφαιρεί—για μένα— το ίδιο το ενδιαφέρον του ταξιδιού. Ξαναδιαβάζοντας τα σήμερα όλα μαζί ανακαλύπτω και πάλι αυτή την πορεία που βήμα το βήμα με έφερε στη σημερινή μου τοποθέτηση. Γι’ αυτό και δεν θέλησα να κάνω παρεμβάσεις σ’ αυτά, πέρα από συντακτικές ή λεκτικές διορθώσεις. Εκείνο που τα ενώνει είναι, πιστεύω, η ειλικρινής θέληση για την αλήθεια, έστω και σε ρήξη με το ίδιο το παρελθόν μας, και η αλήθεια είναι επαναστατική, πέρα από παραδείσους, θεολογίες και διαλεκτικές κατασκευές.
Σεπτέμβρης 1987






