Περιγραφή
Εισαγωγή του επιμελητή
Με την έκδοση αυτού του τόμου ξεκινάμε τη δημοσίευση μιας σειράς κειμένων του Κώστα Παπαϊωάννου που έγραψε στην περίοδο 1954-1959 στα ελληνικά με τo γενικό τίτλο Τα Θεμέλια του μαρξισμού. Τα κείμενα που έγραψε ο Παπαϊωάννου στα ελληνικά μετά το 1950 φτάνουν συνολικά τις 1500-2000 σελίδες μεγάλου σχήματος και εγκαινιάζονται με το φιλοσοφικό δοκίμιο του 1951 Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του. Μετά το 1954 γράφει πληθώρα κειμένων, όπως Τα θεμέλια του μαρξισμού και Η κοινωνική επανάσταση και οικονομική υπανάπτυξη. Αυτά τα δύο μεγάλα και συνθετικά έργα, Τα μεγαλύτερα που έγραψε ο συγγραφέας σε όλη του τη ζωή, εντάσσονταν, όπως προκύπτει από τις πάμπολλες αναφορές και σημειώσεις του, σε ένα πρόγραμμα συνολικής κριτικής του μαρξισμού σαν φιλοσοφίας, ιδεολογίας και πρακτικής, έργο τεράστιας πνοής και διαστάσεων, που προφανώς δεν ολοκληρώθηκε. Ωστόσο η ολοκλήρωση των δύο «μόνο» πινάκων αυτής της τεράστιας πινακοθήκης που σχεδίαζε, δηλαδή της Κριτικής της μαρξιστικής φιλοσοφίας και της κριτικής της Σοβιετικής επανάστασης και κράτους, που αποτελούν Τα θεμέλια του μαρξισμού και Η κοινωνική επανάσταση και οικονομική υπανάπτυξη, aliasΗ γένεση του ολοκληρωτισμού, είναι ήδη μοναδικό έργο στην ελληνική κοινωνική σκέψη. Και τα δύο μπορούν επάξια και νικηφόρα να αναμετρηθούν με την Παγκόσμια σκέψη.
Στη γενική κατηγορία Τα θεμέλια του μαρξισμού, των οποίων την έκδοση εγκαινιάζουμε εδώ, εντάσσονται τα εξής κείμενα και ενότητες: Η κρίση του μαρξισμού, Η αυτοκριτική του μαρξισμού, Η οικονομική ερμηνεία του ταξικού διαφορισμού, Βιομηχανία και κοινωνία, Ο διάλογος Μαρξ-Χέγγελ, ή, πιο αναλυτικά, Η οικοδόμηση του εγελειανού κόσμου, Ο Μαρξ και το κράτος, Ο Μαρξ και η φιλοσοφία και τέλος Ο Μάρξ και η τεχνική. Την ίδια εποχή κυκλοφορεί και Η θεωρία της Κοινωνικής πάλης.
Αυτή είναι η ενότητα των Θεμελίων του μαρξισμού, η οποία λίγο – πολύ ολοκληρώθηκε. Η συνέχεια που θα αποτελούσε τη «φαινομενολογία» της μαρξιστικής ιδεολογίας δεν είδε ποτέ το φως. Μόνο Η κοινωνική επανάσταση και οικονομική υπανάπτυξη, ένας ογκώδης τόμος που εκδόθηκε με τον τίτλο Η γένεση του ολοκληρωτισμού, ήρθε να κλείσει αυτή την «ελληνική» απόπειρα κριτικής ερμηνείας του συνόλου της μαρξιστικής Θεωρίας και πρακτικής. Ήδη το έργο που είχε παραχθεί ήταν τεράστιο, ιδιαίτερα για τα ελληνικά δεδομένα, όπου η απουσία κριτικής σκέψης, διαλόγου και προβληματισμού, σ’ αυτή την περίοδο κυριαρχίας του εμφυλιοπολεμικού πνεύματος και του μανιχαϊσμού, θα μπορούσε να αποκαρδιώσει και τον πιο γόνιμο συγγραφέα. Τα μεγάλα αυτά έργα (και χρησιμοποιώ τη λέξη μεγάλα με όλη τη σοβαρότητα που αρμόζει) πέφτουν σε μια έρημη χώρα, σε έναν έρημο τόπο, δεν αντιστοιχούν σε κάποια πραγματικά κοινωνικά υποκείμενα, είναι «υπερβολικά» πρωτοποριακά για την ελληνική πραγματικότητα, ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν άμεσα. Αποτελούν μια μαρτυρία, μια υποθήκη για το μέλλον και τελικά -για τον συγγραφέα τους- μια προπαίδεια και διαμόρφωση των κατευθύνσεων του έργου του, που θα γραφτεί στη συνέχεια στις πιο ευνοϊκές γαλλικές συνθήκες.
Γιατί βέβαια κείμενα τα οποία γράφτηκαν πριν τριάντα και πλέον χρόνια -και αποτελούν ακόμα και σήμερα για την ελληνική πραγματικότητα «τόλμημα» και «καινοτομία»- δεν ήταν δυνατό να λειτουργήσουν στις τότε συνθήκες. Αρκεί να θυμηθούμε το παράδειγμα του ποιητή Μιχάλη Κατσαρού, που το έργο του «Κατά Σαδδουκαίων» γράφτηκε στα 1950, αλλά δεν μπόρεσε να γίνει γνωστό όπως του έπρεπε παρά μόνο μετά το 1974. Πώς ήταν δυνατό λοιπόν, στις συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας, ανάμεσα σε μια δοσίλογη, αμερικανόφιλη και υπανάπτυκτη αστική τάξη και μια αριστερά καταδιωκόμενη και ταυτόχρονα δογματική, να λειτουργήσει μια σκέψη που ήθελε να βρίσκεται στη συνέχεια των πιο μεγάλων κριτικών και επαναστατικών παραδόσεων της σκέψης του Μαρξ και ταυτόχρονα, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό, να καταγγέλλει με τον πιο βίαιο τρόπο τη σταλινική αντεπανάσταση και τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό: Ένα τέτοιο εγχείρημα στην Ελλάδα δεν εύρισκε καμιά βάση αναπαραγωγής και λειτουργίας. Επιπλέον, η κατανόηση του έργου του Παπαϊωάννου απαιτούσε ένα τέτοιο επίπεδο θεωρητικής προετοιμασίας και επεξεργασίας, μια τέτοια γνώση της σκέψης του Μαρξ, του Χέγγελ και της σύγχρονης μαρξιστικής και κοινωνιολογικής φιλολογίας, που, εκτός από ελάχιστους και μεμονωμένους ανθρώπους που πέρασαν αυτά τα μολυβένια χρόνια της δεκαετίας του ’50 μέσα σε μια τρομερή μοναξιά, κανένας άλλος δεν διέθετε. Γι’ αυτό λοιπόν και το όνομα του ανθρώπου που έγραψε στα ελληνικά την πιο σοβαρή απόπειρα κριτικής του μαρξισμού και του Μαρξ, από μια σκοπιά θα λέγαμε «μαρξιστική» ή μάλλον μαρξική, έμεινε σχεδόν άγνωστο στη χώρα του! Αλλά σ’ αυτά αναφερόμαστε εκτενέστερα στο βιογραφικό σημείωμά μας για τον Κώστα Παπαϊωάννου. Εδώ ας προχωρήσουμε πιο πέρα στο έργο του Τα θεμέλια του μαρξισμού.
Τα θεμέλια του μαρξισμού, λοιπόν, αποτελούν ένα σύνολο κειμένων, 750 περίπου τυπωμένων σελίδων, τα οποία, αφού μελετήσαμε και σύμφωνα με ενδείξεις που άφησε ο ίδιος ο συγγραφέας μετά το θάνατό του, τα χωρίσαμε σε τρεις ενότητες. Η πρώτη αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την εισαγωγή στην κριτική αποτίμηση του έργου του Μαρξ και την παρουσιάζουμε με τον τίτλο Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία· περιλαμβάνει δε τέσσερα κείμενα: α) την Κρίση του μαρξισμού, γραμμένη στα 1954 (τουλάχιστον τότε εκδόθηκε και αποτελούσε εισαγωγή στα Θεμέλια του μαρξισμού), την β) Αυτοκριτική του μαρξισμού, κείμενο που, με τον υπότιτλο Ο ρεβιζιονισμός κατά του δεσποτισμού, γράφτηκε αμέσως μετά την ουγγρική επανάσταση του 1956 και τα γεγονότα της Πολωνίας, γ) την Οικονομική ερμηνεία του ταξικού διαφορισμού, που, σύμφωνα με τον υπότιτλό της αποτελούσε μια Κριτική της μαρξιστικής θεωρίας των κοινωνικών τάξεων και κυκλοφόρησε στα 1956-57, και, τέλος, το κείμενο δ) Βιομηχανία και κοινωνία, με υπότιτλο Ο Μαρξ και η διαλεκτική του καπιταλισμού, γραμμένο γύρω στα 1955.
Ο δεύτερος τόμος, με τον τίτλο Το κράτος και η φιλοσοφία ή Ο διάλογος Μαρξ-Χέγγελ, περιλαμβάνει δυο μέρη: Ο Μαρξ και το κράτος και ο Μαρξ και η φιλοσοφία, που αποτελούσαν ήδη ένα ενιαίο κείμενο στην αρχική έκδοση και απλώς, σύμφωνα με τις ενδείξεις του συγγραφέα, έχει μεταβληθεί η σειρά των κεφαλαίων. Πρόκειται για μια μελέτη των σχέσεων του Μαρξ με τη φιλοσοφία και ιδιαίτερα τον Χέγγελ, όπως και για τη μαρξιστική και εγελειανή αντίληψη για το κράτος.
Τέλος, ο τρίτος τόμος Ταξική πάλη και τεχνολογική εσχατολογία ή ο Μαρξ και η Τεχνική αποτελεί ένα αυτόνομο κεφάλαιο των Θεμελίων του μαρξισμού, του εξετάζει την αντίφαση ανάμεσα στην τεχνολογική εσχατολογία της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» και τη διαλεκτική της πάλης των τάξεων· ανάμεσα στο μηχανιστικό ντετερμινισμό που σφράγισε τη Δεύτερη και την Τρίτη Διεθνή αυτό που ιστορικά ονομάζουμε κωδικοποιημένο μαρξισμό- και την ταξική πάλη σαν μια «ανοικτή», απροσδιόριστη και καθόλου εσχατολογική αντιπαράθεση, που θα βρούμε στα καλύτερα κείμενα του Λένιν και στον Μάο τσε Τουνγκ.
Ο Παπαϊωάννου πρωτοτυπεί και στη μέθοδο του έργου του. Συνήθως, κάθε μαρξιστική θεωρητική απόπειρα, εγκαινιάζεται με τις φιλοσοφικές της διαστάσεις της θεωρίας. Ο Παπαϊωάννου «υλιστικά», όπως τονίζει στην Κρίση του μαρξισμού, δεν θέλει ν’ αντιμετωπίσει το μαρξισμό σαν καθαρό δόγμα (στάση «διανοούμενη», αλτουσεριανή και χεγγελιανή) και με αφετηρία το δόγμα να εξετάσει στη συνέχεια την ιστορική πραγμάτωσή του και τις «εγκόσμιες» εκφάνσεις του. Αντίθετα, σαν «μαρξιστής» για μια φορά, δηλώνει πως ο μαρξισμός μπορεί να κρίνει πρωταρχικά σε αντιπαράθεση με την ίδια την πραγματικότητά του. Ο μαρξισμός έπαψε να είναι απλώς και μόνο μια θεωρία, «μια ερμηνεία της ιστορίας» ανάμεσα στις άλλες και έγινε «ιστορική πραγματικότητα», έπαψε να είναι «κοινωνιολογία» και έγινε «κοινωνικό καθεστώς», «έπαψε να είναι μια θεωρία για το κράτος, την οικονομία, την ιδεολογία κ.λπ. κι έγινε ο ίδιος κράτος, οικονομία κ.λπ.». Από αυτή λοιπόν την «υλιστική αφετηρία» αρχίζει ο Παπαϊωάννου την εξέταση του μαρξισμού. Δεν πρόκειται για μια στάση αίρεσης «εξηγητή» και απολογητή, που μελετάει τη θεωρία των πατέρων, για να την αποκαθάρει από τις σκωρίες της εγκοσμιότητας, όπως κάνει η μαρξιστική σχολαστική σήμερα και όπως έκανε η χριστιανική σχολαστική για αιώνες· δεν αντιπαραθέτει την CivitasDeiστην CivitasHomini, αλλά επιμένει πως η μόνη πραγματική αλήθεια» της θεωρίας θα πρέπει να αναζητηθεί στην πράξη της, όταν μάλιστα πρόκειται για μια θεωρία που δεν κατασκευάστηκε «για να ερμηνεύσει τον κόσμο», αλλά «για να τον αλλάξει»! Ο Παπαϊωάννου φτάνει σε ανύποπτο χρόνο στο συμπέρασμα στο οποίο θα κατέληγε η σύγχρονη επαναστατική σκέψη είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά (στην Ελλάδα μόλις αρχίζει να ακούγεται μια παρόμοια προβληματική). Δεν είναι δυνατό τα εκτρώματα και οι τερατογενέσεις του «ιστορικά πραγματωμένου μαρξισμού» να αποδίδονται διαρκώς στην «κακή εφαρμογή» ή ερμηνεία των γραφών· θα πρέπει να εξηγηθεί το «γιατί» αυτής της αδιάκοπα «κακής» ερμηνείας. Θα πρέπει κανείς να ανατρέξει τόσο στις ίδιες τις κοινωνικές πραγματικότητες των επαναστατικών κινημάτων, που έκαναν δυνατή την αντίστοιχη εφαρμογή και ερμηνεία -εξ ου και η μελέτη της Ρωσίας και του «υπαρκτού σοσιαλισμού»- όσο και σ αυτές καθαυτές τις απόψεις του Μαρξ. Τι ήταν εκείνο σ’ αυτές τις απόψεις που επέτρεψε αυτή την εφαρμογή και την ερμηνεία;
Πράγματι, το έργο του Παπαϊωάννου είναι τεράστιο σαν απόπειρα και θα λέγαμε από ορισμένες πλευρές ιστορικά πρόωρο και πρωτοπόρο-προφητικό. Όπως τονίσαμε ήδη στο βιογραφικό σημείωμα, εκείνη την εποχή, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, ο «πραγματωμένος μαρξισμός» του σταλινισμού ήταν τόσο τερατώδης, ώστε η αρχική τάση κάθε επαναστατικής κριτικής σκέψης ήταν να δείξει τις προφανείς παραμορφώσεις του μαρξισμού που γεννούσε ο σταλινισμός. Αυτή ήταν η στάση του Τρότσκι και των τροτσκιστών, του Καρλ Κορς, του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, των «Μπορντιγκιστών» κ.λπ., δηλαδή όλων των μαρξιστικών αντιπολιτεύσεων της εποχής. Το όριο της κριτικής εκείνη την περίοδο -μιλάμε πάντα για την κριτική της αριστεράς- ήταν μια κριτική στον λενινισμό (βλέπε Βικτόρ Σερζ, Κορς κ.λπ.).
Το ιστορικό θάρρος λοιπόν και η καθαρότητα της σκέψης του Παπαϊωάννου προσλαμβάνουν υπό αυτές τις συνθήκες την αληθινή τους διάσταση. Εξάλλου αυτή η αδιαφανής διάσταση της σταλινικής κυριαρχίας υποχρεώνει τον ίδιο στα κείμενά του να προχωρήσει σε μια κριτική του μαρξισμού, αφού πρώτα τον υπερασπιστεί απέναντι στο… σταλινισμό! Παρ’ όλο δηλαδή που δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί τον μαρξισμό σαν αλάθητο δόγμα ούτε τον Μαρξ σαν τον μοναδικό προφήτη του προλεταριάτου, αναλαμβάνει επανειλημμένα την υπεράσπιση του Μαρξ απέναντι στους επιγόνους του. Γιατί, βέβαια, ο Παπαϊωάννου δεν παύει ποτέ να θεωρεί τον Μαρξ σαν τον μεγαλύτερο στοχαστή του εργατικού κινήματος, χωρίς ταυτόχρονα να πάψει να αποκαλύπτει τα όρια, τα λάθη και τις αντιφάσεις του.
Η δική μας θέση, τριάντα χρόνια αργότερα, είναι πολύ πιο «άνετη» θεωρητικά και πρακτικά. Προηγήθηκε η μεγάλη άνθηση του μαρξισμού στη δεκαετία του 1960, και μάλιστα του κριτικού μαρξισμού, ζήσαμε και αποπειραθήκαμε νέες πρακτικές εφαρμογές του μαρξισμού, ώστε να μπορούμε σήμερα πολύ πιο εύκολα και «φυσικά» να κατανοήσουμε επιτέλους πως κατάληξη και λογική συνέπεια του κριτικού μαρξισμού είναι η αμφισβήτηση του αλάθητου του ίδιου του μαρξισμού! Δοκιμάστηκαν τα «πάντα»: ρεβιζιονισμός, τολιατισμός, χρουστσωφισμός, επαναστάσεις στην Κούβα και το Βιετνάμ, η πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, ο αλτουσερισμός και ο στρουκτουραλισμός στη Δύση, η επέκταση των απόψεων της σχολής της Φραγκφούρτης κ.λπ. Και όμως στη δεκαετία του 1970 αναδύθηκε η μεγάλη αμφιβολία, που πήρε κυριολεκτικά νιχιλιστικές διαστάσεις στα 1980 με την άρνηση πλέον κάθε διαλεκτικής της ιστορίας, κάθε ουσιαστικά κοινωνικής θεωρίας. Από το βασίλειο των μαζών περάσαμε σε εκείνο του ατόμου. Το αλάθητο των μαρξιστικών κατηγοριών δεν διεκδικείται ούτε από εκείνους που εξακολουθούν να αυτοχαρακτηρίζονται σαν μαρξιστές. Βέβαια η Ελλάδα, όπου το «μαρξιστικό κατεστημένο» -χωρίς φυσικά καμιά ουσιαστική μαρξιστική παραγωγή- κυβερνάει αδιατάρακτο στο τέλμα των ιδεών, παραμένει η τελευταία χώρα της Ευρώπης όπου η σκέψη -και ιδιαίτερα η κριτική και επαναστατική σκέψη- δεν τολμάει να αμφισβητήσει ούτε καν τον κωδικοποιημένο μαρξισμό· η τελευταία χώρα όπου οι «μαρξιστές» υπάλληλοι των πανεπιστημίων, των κομμάτων και των εκδοτικών οίκων επιβάλλουν ουσιαστικά λογοκρισία σε κάθε κριτική σκέψη· η τελευταία χώρα όπου ο αλτουσερισμός βασιλεύει στους κύκλους της διανόησης. Δεδομένης όμως της επιρροής της συνολικής ευρωπαϊκής σκέψης, αρχίζει σταδιακά ένας μετασχηματισμός, που τα υπόλοιπα χρόνια πιστεύουμε πως α γενικευτεί. Εκδίδεται η σχολή της Φραγκφούρτης, ο Καστοριάδης, ο Νέγκρι, ο Γκορζ κ.λπ. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οι απόψεις του Παπαϊωάννου μπορούν πλέον να γίνουν κατανοητές σ ένα ευρύτερο κοινό. Έπρεπε όμως να περάσουν τριάντα χρόνια για να έρθει το «πλήρωμα του χρόνου»!
Ο Παπαϊωάννου, λοιπόν, αρνούμενος κάθε ταλμουδική στάση, δεν ξεκινάει από τα κείμενα. Αρχίζει από την πράξη! Την τρομερή πράξη του σταλινισμού. Και το πλάνο του έργου του είναι διάφανο: ξεκινώντας από την πράξη του μαρξισμού και συγκρίνοντάς την με τις δέσεις και την αντίληψη του Μαρξ, να δείξει αρχικά το τερατούργημα που έφερε στον Κόσμο μια θεωρία απελευθέρωσης. Στη συνέχεια επισημαίνει τα αδιέξοδα Και τις αδυναμίες της θεωρίας που επέτρεψαν τη γένεση των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μ’ αυτή την κίνηση, από το «συγκεκριμένο» της κοινωνιολογίας προς τη θεωρητική γενίκευση, περνάει στα επόμενα στάδια της Κριτικής του.
ο πρώτος τόμος ανοίγει με την επισήμανση της καθολικής κρίσης του μαρξισμού, τόσο της σταλινικής «ορθοδοξίας», όσο και της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα της τροτσκιστικής. Η αδυναμία του μαρξισμού, των ίδιων των θεωρητικών του εργαλείων, τόσο στην ορθόδοξη όσο Και στην αιρετική εκδοχή, να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά το πρόβλημα της γραφειοκρατίας, οδηγεί σχεδόν υποχρεωτικά στη συζήτηση Και την κριτική της έννοιας των τάξεων και των ιστορικών σταδίων στο μαρξισμό και στον ίδιο τον Μαρξ. Γίνεται αναγκαία η μελέτη της ιστορικής αναστροφής των προοπτικών της θεωρίας του – η επανάσταση δεν έγινε στις αναπτυγμένες χώρες, αλλά στην περιφέρεια και συχνά σε χώρες προκαπιταλιστικές, σε αντίθεση με τη μαρξιστική θέση για την επανάσταση, που πραγματοποιείται στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτή είναι η θεματική του πρώτου τόμου.
Στο δεύτερο τόμο εξετάζεται η αντίληψη του Μαρξ για το κράτος και η φιλοσοφική του διαμόρφωση. Η σύνδεση με τη θεματική του πρώτου τόμου είναι σαφής:
Πώς μια θεωρία της αταξικής κοινωνίας, μια θεωρία της άρνησης του Κράτους μπορεί να συναρθωθεί με τη γέννηση του πιο ολοκληρωτικού κράτους της ιστορίας; Η απάντηση του Παπαϊωάννου είναι πως το ολοκληρωτικό κράτος αποτελεί μια παθογένεση της χεγγελιανής αντίληψης για το κράτος και όχι της μαρξιστικής. Τι είναι αυτό ωστόσο που την επιτρέπει στους μαρξιστές; Πρωταρχικά η επιβίωση του χεγγελιανού ντετερμινισμού στη σκέψη του Μαρξ – με τη διαφορά ότι αντί για το τέλος της ιστορίας, όπως έλεγε ο Χέγγελ στον Μαρξ, πρόκειται για το τέλος της «προϊστορίας»· αντί για την «ενσάρκωση» της ιδέας, πρόκειται για την ολοκλήρωση της ιστορίας· με τη διαφορά ότι η φαινομενολογία του πνεύματος υποκαθίσταται από τη φαινομενολογία της ταξικής πάλης! Ο δεύτερος, και ίσως σοβαρότερος, θεωρητικός λόγος γι’ αυτή την τερατογένεση θα πρέπει να αναζητηθεί στην υποτίμηση του κράτους από τον Μαρξ και τον… Λένιν. Το κράτος δεν είναι παρά ένα φαινόμενο του εποικοδομήματος, ένα «ταξικό παράσιτο». Αρκεί η σοσιαλιστική επανάσταση, για να αρχίσει ο μαρασμός του. Και ο Λένιν, απόλυτα «μαρξιστής» σ’ αυτό το σημείο, περιγράφει στο Κράτος και επανάσταση μια κοινωνία όπου το κράτος αρχίζει να μαραίνεται: η μαρξιστική θεωρία για το κράτος, η μαρξιστική αντίληψη της σχέσης βάσης-εποικοδομήματος, υποτιμά τόσο πολύ το «εποικοδόμημα» -κράτος, ώστε αρκεί η κοινωνική επανάσταση, η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων στη βάση, για να αρχίσει ο μαρασμός του κράτους! Επειδή όμως η πραγματικότητα είναι ξεροκέφαλη, η εξαγγελία του μαρασμού μεταβλήθηκε παράδοξα σε οικοδόμηση του ολοκληρωτικού κράτους!
Να λοιπόν που, ακολουθώντας αυτή την υλιστική σκοπιά της εξέτασης του μαρξισμού στην αντιπαράθεσή του με την πράξη, τη δική του πράξη, οδηγούμαστε τελικά στο κομβικό σημείο των παρανοήσεων και παραμορφώσεων του μαρξισμού, που ωστόσο ελλοχεύουν στα ίδια τα δομικά του υλικά. Στον διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό, το «μεγάλο έργο του Στάλιν», το «μαρξιστικό» βιβλίο που διαβάστηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στην Ιστορία του μαρξισμού, επισημαίνεται πως το κύριο έργο της ιστορικής επιστήμης είναι η «μελέτη Και ανακάλυψη των νόμων της παραγωγής, των νόμων της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, των νόμων της οικονομικής ανάπτυξης της Κοινωνία ς» και όχι φυσικά η ιστορία της πάλης των τάξεων! Στο ίδιο βιβλίο ο Στάλιν δίνει πολλαπλά παραδείγματα για το πώς εννοεί την ιστορική εξέλιξη! Για το πέρασμα από τη δουλοπαροικία στη φεουδαρχία γράφει «γι’ αυτό το λόγο ο φεουδάρχης δε θέλει πια να έχει σκλάβους που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για την εργασία και στερούνται παντελώς κάθε πρωτοβουλίας και προτιμάει να έχει να κάνει με δουλοπάροικους». Παρακάτω επαναλαμβάνει: «Γι’ αυτό οι καπιταλιστές προτιμούν να έχουν να κάνουν με μισθωτούς εργάτες, χειραφετημένους από τα δεσμά της δουλοπαροικίας, αρκετά καλλιεργημένους για να χειρίζονται όπως πρέπει τις μηχανές»!
Όλοι ξέρουμε πως και σήμερα οι κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων ερμηνεύονται από πολλούς σαν «ανάγκες των αστών», με «βάση τις απαιτήσεις της παραγωγής»! Εκεί οδηγεί η λογική της τεχνολογικής εσχατολογίας όλους αυτούς τους μεγάλους «επαναστάτες». Τα αφεντικά κάθε εποχής, με βάση τις ανάγκες της παραγωγής, αλλάζουν τις παραγωγικές σχέσεις και όχι η πάλη των τάξεων! Ο Παπαϊωάννου ξέρει ότι ο Μαρξ δεν διαπράττει παρόμοια ανοσιουργήματα. Το ερώτημα που θέτει (όπως λέει μάλιστα, το «βέβηλο ερώτημα») είναι: «τι είδους υλικές δυνάμεις έκρυβε μέσα της η μαρξιστική ιδέα για να μπορέσει να “κατακτηθεί” και να αφομοιωθεί με μια τέτοια άνεση από μια άρχουσα τάξη, που, στην πρωτοφανή για τη νεώτερη ιστορία δεσποτική της βούληση, μεταμόρφωσε τις πιο θεμελιώδεις οικονομικές, πολιτικές, πνευματικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους σε σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής;» Και η απάντηση είναι πως στον ίδιο τον Μαρξ, και τον μαρξισμό ακόμα περισσότερο, υπάρχει μια φετιχιστική αντίληψη της τεχνολογίας σαν κύριου παράγοντα για την εξέλιξη των κοινωνιών, αντίληψη που συχνά συγκρούεται με την εξίσου μαρξιστική θέση για την πάλη των τάξεων σαν κινητήρα της ιστορίας. Η περιβόητη θέση για την απόλυτη πρωτοκαθεδρία των παραγωγικών δυνάμεων, που τόσο κριτικαρίστηκε στη διάρκεια της κινέζικης πολιτιστικής επανάστασης, αποτελεί τη ρίζα αυτής της εγκόλπωσης της μαρξιστικής θεωρίας από τους ίδιους τους καταπιεστές και εκμεταλλευτές του προλεταριάτου.
ο Παπαϊωάννου, αγγίζοντας αυτή τη βασική αντίφαση της μαρξιστικής σκέψης, την αντίφαση τεχνολογικού ντετερμινισμού και ιστορικής κίνησης με βάση την πάλη των τάξεων ολοκληρώνει τόσο την κριτική του πραγματωμένου μαρξισμού, σαν μιας <(ιδεολογίας των κυρίων», για την οποία ο αυτοματισμός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αρκεί για να δικαιολογήσει κά1ε καταστολή και εκμετάλλευση, όσο και του «θεωρητικού» μαρξισμού, που δεν μπορεί να απαντήσει στο δίλημμα που ο ίδιος έτει, τεχνολογικό ς ντετερμινισμός ή ταξική πάλη;
Εδώ ολοκληρώνονται Τα θεμέλια του μαρξισμού. Παρόλο που ο συγγραφέας τους δεν μπόρεσε να προχωρήσει περισσότερο, όπως σκόπευε, στην κριτική των ιδεολογικών μορφών του μαρξισμού και σε μια συνολική αποτίμηση των επαναστάσεων -κινεζικής, ρωσικής κ.λπ- και παρήγαγε «μόνο» την κριτική του σοβιετικού κράτους, το έργο του έχει ήδη μια εσωτερική ενότητα, ενότητα που πιστεύουμε ότι σεβόμαστε και αποδίδουμε με το χωρισμό που προτείνουμε. Εξάλλου αναφερθήκαμε ήδη σε ενδείξεις που μας αφήνει ο ίδιος. Αυτές οι ενδείξεις είναι φωτοτυπημένες ενότητες κεφαλαίων και κειμένων που τις ετοίμαζε προφανώς για επανέκδοση στα ελληνικά και που έχουν περίπου -γιατί δεν αφορούν όλα Τα κείμενα που εκδίδουμε εδώ- την ίδια βασική διάταξη.
Ας επιμείνουμε όμως λίγο περισσότερο στο περιεχόμενο του πρώτου τόμου των Θεμελίων και στα κείμενα που εκδίδονται μαζί του με τον τίτλο Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία, η κρίση του μαρξισμού, η γενεαλογία των κοινωνικών τάξεων και η ιστορική τους προοπτική.
Ο μαρξισμός σαν ιδεολογία
Σ’ αυτό τον τόμο συγκεντρώνονται τέσσερα Κείμενα: Η κρίση του μαρξισμού, Η αυτοκριτική του μαρξισμού, Η οικονομική ερμηνεία του κοινωνικού διαφορισμού και Η βιομηχανία και κοινωνία.
Τα κείμενα αυτά αποτελούν τη γενική εισαγωγή στην κριτική του μαρξισμού. Ποια είναι η αλήθεια του μαρξισμού, μετά την εμπειρία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, την εμπειρία της Καμπότζης, του Βιετνάμ, του κινήματος του ’68; Το ερώτημα αυτό έβαζε ήδη από τότε ο Παπαϊωάννου, του «αρκούσαν» τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σοβιετικής Ένωσης και η μεταβολή των μαρξιστών διανοουμένων σε χυδαίους σφουγγοκωλάριους του Στάλιν. Θεωρούσε ανάξιο μιας θεωρίας που είχε σαν διακηρυγμένο στόχο της την αλλαγή του κόσμου, να κρίνεται μόνο από τη θεωρητική αναφορά στον εαυτό της, όπως μια οποιαδήποτε φιλοσοφία. Αυτή η στάση του Αλτουσέρ και των Ελλήνων «μαρξιστών» απορρίπτεται κατηγορηματικά από τον Παπαϊωάννου. Αυτός ο «μαρξισμός» που επαναλαμβάνεται μονότονα σε περιοδικά, βιβλία, συζητήσεις, δεν ασχολείται παρά ελάχιστα με το βασικό πρόβλημα της εποχής μας, δηλαδή γιατί και πώς ο μαρξισμός μεταβλήθηκε σε θεωρία και ancilla του ολοκληρωτισμού· σχεδόν ποτέ στην Ελλάδα, ακόμα και σήμερα, δε uα συναντήσουμε οποιαδήποτε συζήτηση πάνω στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την εξόντωση εκατομμυρίων αγροτών που βαφτίστηκαν κουλάκοι, τη μεταβολή των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε όργανα αναπαραγωγής μιας μορφής κυριαρχίας πάνω στην εργατική τάξη, όχι μόνο στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά σε όλες τις χώρες που απόκτησαν μια κάποια δύναμη, όπως στην Ελλάδα. Θα πρέπει να ανατρέξουμε στο Κιβώτιο του Αλεξάνδρου ή στα ποιήματα του Κατσαρού, του Κύρου, του Αναγνωστάκη, για να βρούμε λίγη αλήθεια για τον ελληνικό μαρξισμό και την πρακτική του. Η μαρξιστική σκέψη εξακολουθεί και σήμερα να ασχολείται κύρια με τον «αντίπαλο», την αστική τάξη, τους καπιταλιστές, την Αμερική, το κεφάλαιο, την υπανάπτυξη.
Και όμως, τα κείμενα του Μαρξ είναι μπροστά μας, γνωστά πλέον στην ολότητά τους, για να επισημάνουν πως για τον Μαρξ το κράτος -και μάλιστα το ολοκληρωτικό Κράτος- δεν είναι καθόλου ταυτόσημο με τον σοσιαλισμό, αντίθετα, ο Μαρξ είναι ριζικά αντικρατιστής και τις «τυπικές» ελευθερίες δεν τις θεωρεί τυπικές επειδή θέλει να τις καταργήσει, αλλά αντίθετα γιατί τις θεωρεί πολύ περιοριστικές και επιθυμεί τη διεύρυνσή τους!
Αναρωτιέται εύλογα ο Παπαϊωάννου, πώς φθάνουν μαρξιστές σαν τον Μπετελέμ στο βιβλίο του η Σοβιετική σχεδιοποίηση, να αναφέρεται στην «οικονομική- σοσιαλιστική σημασία της εκτόπισης»; Εξάλλου ο Τρότσκι μιλούσε ήδη στο έργο του Τρομοκρατία και Κομμουνισμός για την καταναγκαστική εργασία σαν πιθανή και ουσιαστική μορφή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής (!), προτού φτάσει ο ίδιος στην καταγγελία του συστήματος που στη συνέχεια στράφηκε εναντίον του
Η κριτική των πολυποίκιλων και θαρραλέων αντιπολιτεύσεων της εποχής του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων στη μαρξιστική – σταλινική ορθοδοξία της εποχής εστιαζόταν στον εντοπισμό της στιγμής του «εκφυλισμού», στον Στάλιν, την Κροστάνδη, ή μήπως την επανάσταση σε μια μόνη χώρα; Η νίκη λοιπόν της μαρξιστικής επανάστασης, αποκλείοντας από τον ορίζοντα ανάλυσης του πλειοψηφικού μαρξισμού τις ίδιες τις χώρες όπου είχε «νικήσει», οδήγησε όχι στον μαρασμό του κράτους αλλά… του ίδιου του μαρξισμού! Το γεγονός πως αυτός συνεχίζει αλλοιθωρίζοντας την κριτική του «καπιταλιστικού εχθρού», παραβλέποντας την ίδια τη «μαρξιστική» πραγματικότητα, τον υπαρκτό σοσιαλισμό, όπως κάνουν αδιατάρακτοι διάφοροι σύγχρονοι Έλληνες «μαρξιστές», καταδικάζει αυτή τη θεωρία σε οριστικό εκφυλισμό. Η άρνηση αντιμετώπισης του σημαντικότερου φαινομένου της εποχής από μια υποτιθέμενη κριτική θεωρία ισοδυναμεί με καταστροφή της. Επομένως ο ίδιος ο μαρξισμός, σαν πραγματωμένη θεωρία, έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής. []
Γιώργος Καραμπελιάς
Παρίσι, Δεκέμβριος 1987
Σελ. 14-22