Προσφορά!

Τάσος Χατζηαναστασίου, Κύπρος και Μεταπολίτευση, το σύμπλεγμα της ήττας

7,00

Περιγραφή

Λένε πως ένας ιστορικός είναι αδύνατο ν’ ασχοληθεί αντικειμενικά μ’ ένα θέμα με το οποίο έχει μια πολύ βαθιά προσωπική σχέση, όταν λείπει δηλαδή η απαραίτητη αποστασιοποίηση από τα πράγματα, το χώρο, τους ανθρώπους αλλά κι η αναγκαία απόσταση από το χρόνο. Κι είναι αλήθεια ότι η Κύπρος με συγκινεί όχι μόνο γιατί είμαι απ’ αυτούς που «νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής»,[1] καθώς όταν έγινε η εισβολή εγώ ήμουν εκεί, ένας εννιάχρονος μάρτυρας των γεγονότων. Πάνω απ’ όλα με συγκινεί αυτός «ο κόσμος του Ομήρου» όπου το «θαύμα λειτουργεί ακόμα» για να δανειστώ και πάλι τα λόγια του Σεφέρη. Έχω επομένως συναίσθηση αυτού του αδύνατού μου σημείου, προσπάθησα όμως ακριβώς για να συμβιβάσω τον αντικειμενικό ερευνητή με τον ίδιο μου τον εαυτό να εφαρμόσω τη συμβουλή εκείνου του Αθηναίου στρατηγού που έγραψε για τον εμφύλιο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης κι έτσι έγραψα παραφράζοντας τον Θουκυδίδη «όπως μου φάνηκε εμένα… μένοντας όμως όσο το δυνατόν κοντά στην αλήθεια αυτών που πραγματικά έγιναν».[2]

Από την άλλη μεριά οι πολιτικές κρίσεις και πολύ περισσότερο οι πολιτικές απόψεις και προτάσεις που διατυπώνονται σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι δυνατόν να κριθούν με βάση δήθεν ουδέτερα «επιστημονικά» κριτήρια. Ευτυχώς, εξακολουθούν ν’ αποτελούν προϊόν της ελεύθερης ατομικής μας επιλογής και κρίνονται είτε με βάση τις αξίες του καθενός είτε με βάση τις συνέπειές τους εφόσον δοκιμαστούν στην πράξη.

Η παρούσα εργασία αποτελεί την περαιτέρω επεξεργασία μιας μελέτης που είχε εκπονηθεί στο πλαίσιο μεταπτυχιακών μαθημάτων στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.[3] Έχει ως κύριο αντικείμενο τη χάραξη πολιτικής μετά την τουρκική εισβολή τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 τόσο από την ελληνοκυπριακή όσο και από την πλευρά του ελληνικού κράτους.

Πιστεύω ότι και η απλή παράθεση των γεγονότων, των κειμένων και των δηλώσεων που έγιναν την πρώτη αυτή μετακατοχική περίοδο είναι διαφωτιστική για τα στοιχεία που συνέθεσαν την εθνική στρατηγική του ελληνισμού μετά το καλοκαίρι του 1974.

Σταθμό αυτής της περιόδου για το θέμα που μας απασχολεί αποτελεί η σύσκεψη της Αθήνας που έγινε στις 30 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 1974 και στην οποία πήρε μέρος η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και της Κύπρου. Στη σύσκεψη αυτή, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, αποφασίστηκε η πολιτική που θα ακολουθηθεί στο εξής και ουσιαστικά τότε μπαίνουν οι βάσεις της μεταπολιτευτικής στρατηγικής της Ελλάδας και της Κύπρου όσον αφορά το Κυπριακό.

[ ] Το κεντρικό συμπέρασμα του βιβλίου είναι ότι η ελληνική πολιτική για το Κυπριακό διαμορφώνεται λίγο πολύ συναινετικά από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και ότι μ’ αυτή την πολιτική αναγκάζεται να συμπλεύσει τελικά και η κυπριακή κυβέρνηση, αποδεχόμενη την πρόταση έναρξης των διακοινοτικών συνομιλιών χωρίς προηγουμένως η Τουρκία να έχει αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο. Για να περιγράψουμε τη μεταπολιτευτική στάση της Ελλάδας απέναντι στην Κύπρο χρησιμοποιούμε τον ψυχολογικό όρο «σύμπλεγμα της ήττας», καθώς αυτό που φαίνεται να καθορίζει τις επιλογές και τους χειρισμούς είναι η πάση θυσία αποφυγή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ελληνοκυπριακή πλευρά να προσέρχεται σε συνομιλίες οι οποίες διεξάγονται υπό την απειλή των όπλων με λογική συνέπεια τα τετελεσμένα που δημιούργησε η εισβολή να γίνουν με τον καιρό αποδεκτά. Η αντίσταση στην εισβολή δεν τίθεται καν στη συζήτηση καθώς αυτό που προέχει είναι η αποφυγή οποιασδήποτε ενέργειας θα μπορούσε να προκαλέσει αποσταθεροποίηση του καθεστώτος. Έτσι, η Κύπρος θα θυσιαστεί προκειμένου τα κόμματα που συγκροτούν το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα να διαχειριστούν στο εξής την εξουσία, απομονώνοντας τους «αμαρτωλούς» στρατιωτικούς, βασικούς υπεύθυνους για το πραξικόπημα και τη μη υπεράσπιση της Κύπρου. Η ανασφάλεια, επομένως, της πολιτικής ηγεσίας του συνόλου πια του πολιτικού φάσματος, που επιτέλους αναρριχήθηκε στην εξουσία, και άρα δεν έχει καμία διάθεση για «ηρωισμούς», παραμένει και σήμερα το μεγάλο άλλοθι της Μεταπολίτευσης για την εγκατάλειψη της Κύπρου.

Από την άλλη μεριά, έντονο στοιχείο της ιδεολογίας του ελληνικού λαού εκείνη την περίοδο σε Κύπρο και Ελλάδα, και όχι μόνο της αριστεράς των δύο κρατών, ήταν ο αντιαμερικανισμός. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή για την ερμηνεία του πραξικοπήματος ήταν πως οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ήθελαν ν’ απαλλαγούν από τον Μακάριο και παρότρυναν τη Χούντα να τον ανατρέψει ενώ παράλληλα κάλεσαν την Τουρκία να καταλάβει τη μισή Κύπρο ώστε αυτή να καταστεί νατοϊκή βάση. Πρόκειται για τη λογική της «συνομωσίας», που σε τέτοιες περιπτώσεις προβάλλει ιδιαίτερα ο τύπος και υιοθετεί άκριτα μεγάλη μερίδα του κόσμου. Το γεγονός της χρέωσης της ευθύνης αποκλειστικά σχεδόν στον αμερικανικό παράγοντα, αφού οι περισσότεροι θεωρούσαν πως η Τουρκία δρούσε ως απλός εντολοδόχος της Ουάσινγκτον, μπορεί να ερμηνευτεί και ως ένα από τα συμπτώματα του «συμπλέγματος» της ήττας που υπέστη ο ελληνισμός κατά την τουρκική εισβολή. Γιατί και ο αντιαμερικανισμός της Μεταπολίτευσης, καθώς περιοριζόταν βασικά σε μια στείρα ρητορεία, λειτούργησε αποπροσανατολιστικά σε σχέση με το ζήτημα της κατοχής της Κύπρου από τα τουρκικά στρατεύματα.

Η μεταπολιτευτική Ελλάδα οικοδομήθηκε επομένως πάνω στα ερείπια που σώριασε ο Αττίλας σ’ αυτό το τελευταίο, εκτός κρατικών συνόρων, κομμάτι του ελληνισμού. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος είναι, πιστεύουμε, απαραίτητη για την κατανόηση της μεταπολιτευτικής πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς των Νεοελλήνων.

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε τριάντα χρόνια μετά την εισβολή. Πέρα από το συμβολικό χαρακτήρα που έχουν συχνά οι αριθμοί πιστεύουμε ότι μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκυπρίους και την είσοδο της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κλείνει ένας κύκλος κι ανοίγει ένας καινούργιος για το Κυπριακό Ζήτημα. Για πρώτη φορά μετά από το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 οι Κύπριοι άσκησαν –έστω και κάτω από διεθνείς πιέσεις και εκβιασμούς– το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου παίρνοντας τις τύχες τους στα χέρια τους. Με την ψήφο του ο κυπριακός λαός ουσιαστικά απέρριψε τη μέχρι τώρα πολιτική στο Κυπριακό, αποτέλεσμα του οποίου ήταν οι εξελίξεις που οδήγησαν στο Σχέδιο Ανάν. Κι αυτό ισχύει άσχετα από το εάν τελικά οι Κύπριοι υποκύψουν στις πιέσεις που ασκούνται κυρίως από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς και αποδεχτούν μια βελτιωμένη, δήθεν, εκδοχή του ίδιου σχεδίου. Παράλληλα μένει να δούμε αν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σ’ ένα ευρωπαϊκό πια έδαφος. Έχουν επομένως δημιουργηθεί εκείνες οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν την αναθεώρηση της μέχρι τώρα, εσφαλμένης κατά τη γνώμη μας, πολιτικής στο Κυπριακό και της επανατοποθέτησής του στις σωστές του βάσεις, στη σημερινή του φάση ως προβλήματος εισβολής – κατοχής κράτους μέλους του ΟΗΕκαι διαχρονικά ως προβλήματος αυτοδιάθεσης ενός λαού.

[1] Γιώργος Σεφέρης, «Σαλαμίνα της Κύπρος».

[2] Θουκυδίδου Ιστοριών Ι,23. Βλ. Ζουράρις Κώστας Γ., «ΝΥΝ… ΑΙΩΡΟΥΜΑΙ»,Θουκυδίδης Αρχέτυπος, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2003, σ. 88 – 107.

[3] Χατζηαναστασίου Τάσος, Η Κύπρος και η Ελλάδα αναζητούν στρατηγική μετά την εισβολή του 1974, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία με υπεύθυνο καθηγητή τον Ιωάννη Μουρέλο. Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και Λαογραφίας του Ιστορικού – Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993. Αποσπάσματά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Ελλοπία: Φιλανιώτης (Χατζηαναστασίου) Τάσος «Η σύσκεψη της 30ης Νοεμβρίου – 1ηςΔεκεμβρίου 1974», Ελλοπία, τ. 20, καλοκαίρι 1994, σ. 15-19 και «Σκέψεις πάνω στην Εθνική Στρατηγική της Μεταπολίτευσης», Ελλοπία, τ. 23, Σεπτέμβριος – Οκτώ­βριος – Νοέμβριος 1994, σ. 6 – 10.