Περιγραφή
Τίτλος: Η Θεμελιώδης Παρέκκλιση – αναθεωρημένη έκδοση
Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς
Β΄ έκδοση: 2019
Κυκλοφορεί και πάλι το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Η θεμελιώδης παρέκκλιση, ρομαντισμός και Διαφωτισμός στον 21ο αιώνα, που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 2004 και έκτοτε είχε πραγματοποιήσει 2 ανατυπώσεις. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε νέα αναθεωρημένη έκδοση, στο σύνολο του, με νέα Εισαγωγή και Επίλογο. Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την Εισαγωγή και τον Επίλογο του βιβλίου.
Εναλλακτικές Εκδόσεις
Σήμερα, έχουμε εισέλθει σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος ως είδος βρίσκεται στο κατώφλι της αυθυπέρβασής του, με τη δημιουργία του μετανθρώπου, που πλησιάζει με τεράστια βήματα, σε αυτές τις αρχές του 21ου αιώνα. Κάτω από το φως αυτών των εξελίξεων αποκτά ένα νέο νόημα και μια διαφορετική επικαιρότητα –που ίσως δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να φανταστεί– η θέση του Χάιντεγκερ πως ο διαφωτισμός και η τεχνολογία του οδηγούν στον θάνατο του Ανθρώπου. Κυριολεκτικώς. Ο άνθρωπος αποκτά, σταδιακώς και με επιταχυνόμενα βήματα, τη δυνατότητα της δημιουργίας ενός νέου είδους, που θα αποτελέσει την τεχνολογική μετεξέλιξή του, σηματοδοτώντας το τέλος της φυσικής επιλογής, εισάγοντάς μας στην εποχή της τεχνητής επιλογής, που προανήγγελλε η ευγονική.
[Και ως προς αυτό, ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, όπως και άλλοι ομοϊδεάτες του, σαν τον Έζρα Πάουντ και τον Κνουτ Χάμσουν, ή ακόμα και τον πρώιμο Τ.Σ. Έλιοτ, λάθεψαν απελπιστικά ως προς τις πολιτικές επιλογές τους. Ενώ ορθώς είδαν τον μαρξισμό, ιδιαίτερα στη σοβιετική εκδοχή του, ως το απόγειο του διαφωτισμού, του οποίου η θεωρία μιας χωρίς τέλος προόδου οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο του ανθρώπινου Είναι, επέλεξαν ως εναλλακτική λύση τη Χάρυβδη του ναζισμού.
Παρασυρμένοι από τη θεωρία του ριζώματος, εθνοτικού και ανθρωπικού, που διακινούσε ο εθνικοσοσιαλισμός, απέναντι στον ανέστιο σοβιετικό μαρξισμό, έκλεισαν τα μάτια μπρος στο γεγονός ότι αυτός αποτελούσε μια ακόμα χειρότερη εκδοχή του θανάτου του Ανθρώπου. Διότι εάν ο μαρξισμός διακήρυσσε το τέλος της ανθρώπινης φύσης, καθώς και κάθε ριζώματος και την έλευση ενός «αγγελικού» κόσμου, πλασμένου αποκλειστικά από την τεχνολογία και την ιστορία, ο εθνικοσοσιαλισμός, χρησιμοποιώντας την έννοια του ριζώματος αποκλειστικά για ένα έθνος και μόνο, ευαγγελιζόταν την έλευση του Αρίου υπερανθρώπου, που θα μεταβάλει όλους τους υπολοίπους σε υπανθρώπους· εν τέλει, σε μια υπερτεχνολογική, και καθόλου αντιτεχνολογική, εκδοχή του εθνοτικού ριζώματος.
Στην πραγματικότητα, ο εθνικοσοσιαλισμός, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Λιονέλ Ρισάρ[1], δεν υπήρξε αντίπαλος του μοντερνισμού και καθόλου «ρομαντικός» αλλά αποτέλεσε έναν τύπο αντιδραστικού μοντερνισμού. Και αυτό παρά τη ναζιστική φυσιολατρία και οικολογία. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η λατρεία της τεχνολογίας, η ευγονική και οι πρώιμοι πειραματισμοί, ακόμα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για τον μετάνθρωπο, μόνο που αυτός θα ήταν Άριος, αποκλειστικά. Όμως, οι αρχικές ψευδο-ρομαντικές τάσεις του δεν παρέσυραν μόνο τον Χάιντεγκερ και τον Πάουντ, αλλά επέτρεψαν και στους οπαδούς του εργαλειακού διαφωτισμού να συκοφαντήσουν τον ρομαντισμό, ταυτίζοντας τον με τον εθνικοσοσιαλισμό. Έτσι, ακόμα και ρομαντικές εκδοχές του μαρξισμού, όπως εκείνες του Ερνστ Μπλοχ ή της Σχολής τα Φρανκφούρτης κατακλύστηκαν κυριολεκτικά κάτω από τη μαρξιστικοφανή βουλγκάτα του μηχανοκεντρικού ντετερμινισμού.]
Συνεπώς, από τη στιγμή και πέρα που ο μεσσιανισμός έχει πάψει να είναι αποκλειστικά, ή πρωταρχικά, θρησκευτικός ή ιστορικο-κοινωνικός και μεταβάλλεται, ταχύτατα, σε τεχνολογικό και κυριολεκτικά «μετανθρωπικό», η αντίσταση του… ανθρώπινου είδους μετατοπίζεται στην πρόταξη του ρομαντισμού και την παράλληλη υπέρβαση του μεσσιανισμού, μετά από χιλιάδες χρόνια μεσσιανικών προσδοκιών.
……………………………………………………………………………………
Βέβαια, τα μεσσιανικά οράματα υπήρξαν και παραμένουν συνδεδεμένα με έναν ορισμένο τύπο ανθρώπινων κοινωνιών, για τις οποίες η μεσσιανική προσδοκία αποτελούσε το ισχυρότερο εργαλείο της κοινωνικής και τεχνολογικής εξέλιξης. Το όραμα της απελευθέρωσης, της «παρουσίας», συνιστούσε τη μόνη λύση απέναντι στην ακινησία και τον εγκλωβισμό στην αρχέγονη τάξη πραγμάτων και οι μεσσιανικές εκτινάξεις τη μόνη διέξοδο των σκλάβων απέναντι στις παγιωμένες εξουσίες.[ Ίσως μία από τις ελάχιστες κοινωνίες που δεν πρόκρινε τη μεσσιανική διέξοδο ήταν η αρχαία ελληνική, στην κλασική εποχή. Η αρχαία ελληνική κοινωνία βγήκε από την εποχή του μύθου όχι δια του μεσσιανισμού αλλά δια της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της θεατροκρατίας – τι λιγότερο μεσσιανικό από τον Ευριπίδη! Πάντως αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πως αυτή η ισορροπία υπήρξε εύθραυστη και πρόσκαιρη και ο ελληνικός κόσμος, από τον Αλέξανδρο και μετά, θα συναντήσει τον μεσσιανισμό, έστω και εάν ο ελληνικός χώρος και η παράδοσή του θα παραμένει μια από τις λιγότερο μεσσιανικές στη σύγχρονη ιστορία.]
Γι’ αυτό ακόμα και σήμερα κάποιοι παραδοσιακοί μεσσιανισμοί θα συνεχίσουν να εμφανίζονται ως αποκλειστική διέξοδος σε λαούς και πολιτισμούς καταπιεσμένους και αλλοτριωμένους από την κοινωνική ανισότητα και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, στο Ισλάμ, την Ινδία, εν μέρει στη Λατινική Αμερική κ.λπ. [ ]
Πάντως, πλέον, το όποιο επαναστατικό δυναμικό του μεσσιανισμού τείνει να εξαντληθεί και να προσλάβει χαρακτηριστικά συντηρητικά και αντιδραστικά: μεσσιανισμός του τεχνολογικού μετανθρώπου ή του προτεσταντικού φονταμενταλισμού στην Αμερική, σιωνιστική εκτροπή του εβραϊκού προφητισμού, ουαχαμπιτισμός στη Σαουδική Αραβία, ισλαμικός φονταμενταλισμός στον μουσουλμανικό κόσμο και ινδουιστικός στην Ινδία, για να μην αναφερθούμε στο σχετικά πρόσφατο παράδειγμα του «Φωτεινού Μονοπατιού» στο Περού. Εξάλλου, από τη στιγμή και πέρα που κυρίαρχος, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο –αλλά όλο και περισσότερο στην Κίνα– καθίσταται ο τεχνολογικός μεσσιανισμός του μετανθρώπου και της «τεχνητής νοημοσύνης», ο οποίος και εξαπλώνεται με την ιλιγγιώδη ψηφιακή ταχύτητα του διαδικτύου, οι παλιοί μεσσιανισμοί, θρησκευτικοί και ιστορικο-κοινωνικοί, μοιάζουν σαν παιδικά παιγνίδια μπροστά στο μεγάλο παιγνίδι του τέλους του ανθρώπου – κυριολεκτικώς.
Συναφώς, όλες οι παραλλαγές του διαφωτισμού και του ιστορικο-κοινωνικού μεσσιανισμού κατέτειναν σε αυτή την κατάληξη. Πριν οι μετανθρωπιστές φανταστούν έναν ολοκληρωτικά τεχνητό κόσμο –δημιούργημα ενός ανθρώπου που μεταλλάσσεται ο ίδιος γενετικά–, οι φιλόσοφοι και οι ιδεολογίες είχαν ήδη «σκοτώσει» τον άνθρωπο ως Φύση. Όλες οι ιδεολογίες του διαφωτισμού, και κατ’ εξοχήν η μαρξιστική εκδοχή του, αφού πρώτα σκότωσαν τον Θεό και ανήγγειλαν το «Regnum Hominis», στη συνέχεια σκότωσαν φιλοσοφικά τον ίδιο τον Άνθρωπο, κηρύσσοντάς τον ως ένα απλό δημιούργημα της Ιστορίας, της Κοινωνίας και των παραγωγικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός, που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1960 και ιδιαίτερα μετά το 1968 –από τον στρουκτουραλιστικό μαρξισμό του Αλτουσέρ, μέχρι τον μεταμοντερνιστικό σχετικισμό του Φουκώ–, έχοντας ρευστοποιήσει την έννοια του ανθρώπου, του φύλου, κάθε ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, και υιοθετώντας την έννοια του ανθρώπου ως κατασκευής, άνοιξαν, κάποτε άθελά τους, τον δρόμο για τον μετα-άνθρωπο ως κατασκευή όχι πλέον ιστορικο-κοινωνική αλλά γενετικο-τεχνολογική.
………………………………………………………………………………………
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την, εν τοις πράγμασι, κατάρρευση του έσχατου κοινωνιο-κεντρικού μεσσιανισμού είναι ανάγκη να πάμε ένα βήμα –και τι βήμα– πιο πέρα, προς την σταδιακή ανασύσταση μιας καθολικής οραματικής πρότασης. Μια πρότασης καθολικής αλλά όχι μεσσιανικής – και τα υλικά της βρίσκονται εδώ, μπροστά μας: Από τη μαρξιστική κριτική του κεφαλαίου μέχρι την οικολογία, την κριτική του εργαλειακού λόγου και των «μεγάλων αφηγήσεων», ο ανθρώπινος πολιτισμός, τους δύο ή τρεις τελευταίους αιώνες, έχει συσσωρεύσει έναν τεράστιο πλούτο, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στο παλαιότερο απόθεμά του, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τους προσωκρατικούς και τον Επίκουρο, την ανυπέρβλητη ανακάλυψη του χριστιανισμού, τον Λάο τσε, τον Αεροπαγίτη, τον Σαίξπηρ και τον Θεοτοκόπουλο.
………………………………………………………………………………………
Για ένα τέτοιο εγχείρημα η δική μας παράδοση παραμένει ανοικτή σε νέες συνθέσεις, όπως έγινε στην αρχαιότητα, ακόμα και στο Βυζάντιο και τον νεώτερο ελληνισμό. Γιατί είμαστε ένας κόσμος των συνόρων, ένας κόσμος της σύνθεσης – εκόντες ή άκοντες, παρά και ενάντια στην καθημερινή μας ελλαδική εξαθλίωση. Σήμερα απαιτούνται νέες συνθέσεις. Και μπορούμε να είμαστε εκεί. Όπως το εξέφρασε με υπέροχο τρόπο ο Δημήτρης Πικιώνης, μιλώντας σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, για τη σχέση ελληνικότητας και μοντερνισμού στην τέχνη:
Κείμενη ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἠπείρους, ἀνάμεσα Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, Βορρᾶ καὶ Νότου, εἰς τὴ διασταύρωση τῶν πνευματικῶν ρευμάτων ποὺ ἀπ’ ἀνέκαθεν περνούσανε ἀπάνωθέ της, ρόλος της προαιώνιος ἤτανε –καὶ εἶναι– νὰ συνθέσει τὰ πολυμιγῆ κι ἀντιθετικὰ στοιχεῖα, ποὺ τὰ ρεύματα τοὺτα τῆς ἔφερναν, σὲ μιὰν ἁρμονία δηλωτικὴ τῆς ἰδιαίτερής της προσωπικότητας... Καὶ τὰ λόγια ποὺ ἀναφέρονται στὸ Δελφικὸ ὕμνο –ποὺ «μέσα του, καίτοι μονόφωνο, ξάνοιγε κανεὶς τὶς φωνὲς ὅλων τῶν λαῶν» (βλ. Ἄγγελος Σικελιανός, Δελφικὸς Λόγος)– εἶναι δηλωτικὰ τῆς ἐνέργειας αὐτῆς. Στὸ Μεσαίωνα πάλι, μὲ τὴ βυζαντινὴ παράδοση, ἐπιτελεῖται ὁ ἄθλος τῆς σύνθεσης τῶν ἑλληνορωμαϊκῶν στοιχείων μὲ τ’ ἀνατολικά.
Ἡ οἰκουμενικότητα τούτη –προνόμιο ὅλων τῶν μεγάλων παραδόσεων τοῦ Ἀρχαίου Κόσμου– λανθάνει μέσα στὴ λαϊκή μας παράδοση. Δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν καθολικότητά της τούτη ποὺ πηγάζει ἡ ἀνεξάντλητη δύναμή της γι’ ἀνανέωση ποὺ ἀπ’ ἀνέκαθεν τὴ χαρακτήριζε, καὶ τώρα στοὺς καιρούς μας δὲν εἶναι ἀνοιχτή, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, στὰ σχήματα τοῦ πρωτοποριακοῦ κινήματος τῆς Νέας Τέχνης, ὅσο, γιὰ παράδειγμα, ἡ Ἀναγέννηση εἶναι κλειστὴ σ’ αὐτά; Πραγματικά, θὰ δοῦμε μιὰ μύχια συγγένεια ἀρχῶν ἀνάμεσα στὰ κυβικά σχήματα τῆς αἰγαιοπελαγικῆς μας ἀρχιτεκτονικῆς κι ἐκείνα τῆς Νέας Τέχνης…
[1] Βλ., Lionel Richard, Nazisme et littérature, Éd. Maspero, Παρίσι 1971· Λιονέλ Ρισάρ, Ναζισμός και κουλτούρα, Αστάρτη, Αθήνα 1999.