Περιγραφή
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Α. ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ
Νίκος Μανίκας, Συνειρμοί με αφορμή ένα όνομα
Τάσος Φιλανιώτης-Χατζηαναστασίου, Ιστορία της προβληματικής γΰρω από το έθνος
Θεόδωρος Ζιάκας, Εθνισμός και ρατσισμός
Γιάννης Σχίζας Η αυτοδιάθεση των εθνών στη «νέα τάξη» πραγμάτων
Βλάσης Αγτζίδης, Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα κατά τη μικρασιατική εκστρατεία και οι ευθύνες του για την ήττα
Β. ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ, ΚΑΘΡΕΦΓΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Σάββας Παύλου, Το κυπριακό όνειρο
Γιώργος Ζερβίδης, Όχι στην Ομοσπονδία -Αγώνας για την απελευθρωση-αυτοδιάθεση
Βάσος Φτωχόπονλος, 1994
Πρόδρομος Προδρόμου, Οι καταβολές του ΑΚΕΛ και οι παράγοντες που ορίζουν τη στάση του στο εθνικό ζήτημα
Γ. ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Τάσος Φιλανιώτης-Χατζηαναστασίου, Ελλάδα και Βαλκάνια
Σπύρος Κακουριώτης, «Μακεδονικό» και διαβαλκανικές σχέσεις
Θανάσης Τζιούμπας, Το πρόβλημα της Δυτικής Θράκης
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, Βορειοηπειρωτικό ζήτημα και ελληνοαλβανικές σχέσεις
Δ. Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Βαγγέλης Κοροβίνης, Οι οικονομικές συνέπειες της κατάρρευσης του διπολισμού και η σημασία της για την Ελλάδα
Θέμος Στοφορόπουλος, Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: σχεδίασμα μερικού απολογισμού
Δημήτρης Καλουδιώτης Ο ελληνισμός μπροστά στη «Νέα Τάξη» πραγμάτων
Γιώργος Καραμπελιάς, Η δική μας Ευρώπη
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα κείμενα που περιλαμβάνονται σε αυτή την έκδοση εντάσσονται στο γενικότερο ρεύμα της «επανεθνικο- ποίησης» ή «επανεόαφικοποίησης» της πολιτικής και ιδεολογικής πραγματικότητας στη χώρα μας που αναδεικνύεται τόσο έντονα την τελευταία περίοδο.
Πρόσφατα, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, διατύπωσα την άποψη πως για την ελληνική κοινωνία και τα ιδεολογικά της ρεύματα, η δεκαετία του ’80 αποτέλεσε κατ’ εξοχήν την «εποχή του μυθιστορήματος». Μια περίοδο κρίσης της νεοελληνικής και ιδιαίτερα της μεταπολιτευτικής ιδεολογίας, του σοσιαλισμού, της σημασίας των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών, του εκσυγχρονισμού, χωρίς το κενό να έχει αντικατασταθεί από κάποια άλλη. Η ελληνική κοινωνία πέρασε από το μέγιστο στο ελάχιστο και η πεζογραφία, το μυθιστόρημα ήταν ένας από τους κυριότερους τρόπους έκφρασης αυτής της μεταβατικής περιόδου. Αυτή η αλλαγή καταγράφηκε ακόμα και ποσοτικά. Το 1990 κυκλοφόρησαν 235 τίτλοι ελληνικής πεζογραφίας και 313 ξένης, 127 τίτλοι μελέτης της λογοτεχνίας και 247βιβλία ελληνικής και ξένης ποίησης (σύνολο 922 τίτλοι) έναντι «μόλις» 85 βιβλίων πολιτικής σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη δεκαετία του ’70.
Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρωθεί η δεκαετία και μια νέα βαθύτατη «αναρώτηση», ένα νέο «μέγιστο» έρχεται να καλύψει το κενό που άφησε πίσω της η μεταπολιτευτική ιδεολογία. Το Κυπριακό, ο τουρκικός επεκτατισμός, το Μακεδονικό, η απειλή γενικευμένου πολέμου στα Βαλκάνια, και η ταυτόχρονες «περιπέτειες» της ευρωπαϊκής ενοποίησης επιταχύνουν αυτή την ευρύτατη συνειδητοποίηση. Πρόκειται για τη θέση της Ελλάδας μέσα στον κόσμο, για τη συνειδητοποίηση εκ νέου της εθνικής ταυτότητας, του εδάφους ως αποφασιστικής συνιστώσας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Και τα πράγματα αλλάζουν άρδην και στον εκδοτικό τομέα. Μέσα σε τρία χρόνια, από το 1990 έως το 1992 η εικόνα των εκδόσεων και κατά τεκμήριο των ενδιαφερόντων των Ελλήνων μεταβάλλεται ριζικά. Τα βιβλία που έχουν ως θέμα τους την ελληνική ιστορία και πραγματικότητα υπετριπλασιάζονται! Πιο συγκεκριμένα τα έργα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων που εκδίδονται πέρασαν από 17 το 1990 σε 87το 1992! Τα ιστορικά βιβλία με θέμα την Μακεδονία και τον ελληνισμό πολλαπλασιάζονται επί δέκα τα τελευταία χρόνια. Από τα 3.465 βιβλία που εκδόθηκαν το 1992, το ποσοστό των βιβλίων με θέμα την Ελλάδα και την απειλή της ταυτότητάς της ξεπερνάνε τα 350. Όσο για την ελληνική πεζογραφία, ο αριθμός των βιβλίων μένει στάσιμος ή υποχωρεί (205 τίτλοι το 1992).
Απέναντι σε μια φαντασιακή και φανταστική εγκατάλειψη του συγκεκριμένουχώρου, προς όφελος μιας νέας αφηρημένης «ευρωπαϊκής» ή μάλλον κοσμοπολίτικης ταυτότητας όπου το μόνο που μετράει είναι ο χρόνος, η ιστορία μας προσγείωσε ίσως ανώμαλα, αλλά πάντως σωτήρια, από τις Βρυξέλλες στον ιστορικό βαλκανικό μας χώρο. Και μέσα σε αυτό το γενικότερο ρεύμαεπανεδαφικοποίησης που ήδη σφραγίζει τη δεκαετία του ’90, εντάσσεται και η δραστηριότητα τον περιοδικού Ελλοπία από όπου προέρχονται τα κείμενα που αποτελούν αυτό το βιβλίο καθώς και η γενικότερη δραστηριότητα των δεκαέξι συγγραφέων τους.
Χώρος και χρόνος
Όμως αυτή η επανεδαφικοποίηση δεν είναι πολιτικά και κοινωνικά ουδέτερη, ούτε περιορίζεται στα ελληνικά πλαίσια και μόνο. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ρεύμα με παγκόσμιες διαστάσεις, την αμφισβήτηση του αστικού φιλελευθερισμού και τον δυτικού μαρξισμού.
Πράγματι ο αστικός φιλελευθερισμός και ο δυτικός μαρξισμός -που αποτέλεσαν τις κυρίαρχες ιδεολογίες της μεταπολεμικής και κατ’ εξοχήν της μεταπολιτευτικής Ελλάδας- συναντούνται στην οπτική τους της υποτίμησης τουχώρου έναντι του χρόνου και αξιών όπως το άτομο ή η τάξη, έναντι τηςκοινότητας και της ιστορικής ενότητας.
Η παγκόσμια κρίση αυτών των ιδεολογιών εκφράστηκε αρχικά με μια «ρομαντική» εξέγερση ενάντια στην κυριαρχία του χρόνου, την ανακάλυψη εκ νέου του χώρου και της φύσης, που θα σηματοδοτήσει η οικολογία στη Δύση και η εθνική αναγέννηση στην Ανατολή. Οικολογικό κίνημα και επανεπιβεβαίωση της εδαφικοποιη- μένης ταυτότητας -και άρα του έθνους- είναι φαινόμενα της ίδιας τάξης, μορφές της ίδιας εξέγερσης ενάντια στην κυριαρχία του χρόνου και του εμπορεύματος.
Και παραδόξως η κρίση των δύο κυρίαρχων ιδεολογιών υπήρξε ταυτόχρονη γιατί ο δυτικός μαρξισμός στηρίζεται στο ίδιο έδαφος της συντριβής και της διάλυσης της εδαφικοποίησης των ανθρώπων, με τον αστικό φιλελευθερισμό: «η υπέρβαση του καπιταλισμού θα πραγματοποιηθεί στο έδαφος της εξάλειψης οποιασδήποτε προ- καπιταλιστικής ταυτότητας, έθνους, φύλου, κ.λπ.». Αυτό ακριβώς το θεωρητικό σχήμα, οδήγησε και στην ήττα του δυτικού μαρξισμού, στην απορρόφησή του από τον αστικό φιλελευθερισμό.
Ο δυτικός μαρξισμός έπαιζε στο «γήπεδο> του αντιπάλου. Γι’ αυτό και η τελική ήττα τον.
Πράγματι, όσο η αντιπαράθεση γίνεται στο επίπεδο ενός και του αυτού πολιτιστικού υποδείγματος επικεντρωμένου γύρω από την κυριαρχία του χρόνου, η έκβαση της σύγκρουσης είναι προκαθορισμένη. Ο καπιταλισμός είναι πλέον αποδοτικός στο επίπεδο τνς άμεσης παραγωγικότητας και της μείωσης του χρόνου παραγωγής από οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Το εμπόρευμα ήταν ήδη από τη αρχαιότητα το πιο πρόσφορο όχημα των ανταλλαγών.
Η αναποτελεσματικότητα του εμπορεύματος και του καπιταλισμού καταδεικνύεται σε τομείς που δεν έχουν σχέση με τη στενή οικονομική αποδοτικότητα: στην αναπαραγωγή των ταξικών αντιθέσεων, στην καταστροφή της φύσης, στην αδιάκοπη αναπαραγωγή τωι εθνικών και χωροταξικών ανισοτήτων, την προβληματική σχέση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, καθώς και τη σχέση ανάμεσα στα φύλα.
Επομένως το ζήτημα δεν τίθεται μόνον ή κυρίως στην υποκατάσταση του εμπορεύματος ως μορφής των ανταλλαγών, αλλά μάλλον στον περιορισμό της δράσης του εμπορεύματος στη ζωή των ανθρώπων, τη; επέκτασης του χώρου εκτός εμπορεύματος. Μια τέτοια κίνηση είναι η μόνη που μπορεί να απαντήσει στην πολλαπλή κρίση που προκάλεσε ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η εμπορευματική επέκταση.
Μόνο η μετάθεση του χώρου της αντιπαράθεσης μπορεί να απαντήσει σε μια νέα αντικαπιταλιστική προοπτική στην οποία το πεδίο του εμπορεύματος θα συρρικνώνεται. Η μεταρρύθμιση της εργασίας, η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, η αλλαγή του πολιτικού συστήματος, η μεταρρύθμιση της σχέσης ανθρώπου-φύσης και η μείωση του εργάσιμου χρόνου θα σηματοδοτούν μια ανάπτυξη ενός πολιτισμού όπου ο χώρος θα έχει ανα- βάθμιστείεκ νέου έναντι του χρόνου. Και ο χώρος εννοείται υπό τφ ευρύτερη δυνατή έννοια, τόσο ως cχώρος της καθημερινότητας και των βιωματικών ανθρώπινων σχέσεων, όσο και εκείνος της περιφέρειας, τον έθνονς, της ηπείρου, τον πλανήτη-γη εν τέλει.
Αυτή η απόπειρα επανεπιβεβαίωσης του χώρου έναντι τον χρόνου, της κοινότητας (ανθρώπου-φύσης, εργασιακής, πολιτικής και χωροταξικής) έναντι του ατόμου, αποτελεί τη σταδιακή ανάδειξη ενός νέον πολιτισμικού υποδείγματος απέναντι σε εκείνο της νεωτερικότητας, που πλέον γίνεται κατ’ εξοχήν αναποτελεσματικό. Γι’ αυτό και η «μεταμοντέρνα» εξέγερση εναντίον του.
Η κριτική της οικολογίας, της «εδαφικοποίησης», – για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Φελίξ Γκουαττα- ρί- της κοινωνικής συνοχής και συνεργασίας, εμφανίζεται συχνά με ρομαντικό χαρακτήρα, δηλαδή ως «επιστροφή στη φύση», ως εθνικισμός ή ως αναφορά στην παλιά αγροτική ή συντεχνιακή κοινότητα. Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί το προανάκρουσμα για τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού υποδείγματος, μιας νέας παγκόσμιας τάξης, που υπερακοντίζει την καπιταλιστική νεωτερικότητα.
Το αδιέξοδο της κυριαρχίας του εμπορεύματος
Το σύγχρονο σοσιαλ-καπιταλιστικό υπόδειγμα οδηγεί σε πλανητικό αδιέξοδο σε όλα τα πεδία, στο εργασιακό (δες την αντιπαράθεση Βορρά-Νότου, την «κοινωνία των δύο τρίτων» κ.λπ.), το περιβαλλοντικό, στο πολιτικό και τέλος το χωροταξικό. Το εναλλακτικό εδαφικοποιη- μένο μοντέλο θέλει ακριβώς να απαντήσει με σύγχρονα μέσα σε αυτό το αδιέξοδο.
Σε ό,τι αφορά τη «χωρική» εδαφικοποίηση του ανθρώπου, δηλαδή την επανεπιβεβαίωση του χώρου έναντι του χρόνου, δεν πρόκειται για μια απλή «επιβίωση», που παρατηρείται στις πλέον καθυστερημενες περιοχές, όπως φαντάζονται οι όψιμοι μοντερνιστές μας. Μπορεί η διεκδίκηση ταυτότητας να παίρνει στις πιο καθυστερημένες περιοχές τη μορφή διεκδίκησης έθνους-κράτους, γιατί εκεί η ΐθνική ολοκλήρωση δεν έχει πραγματοποιηθεί, αλλά και στις πιο αναπτυγμένες παίρνει την μορφή της διεκδίκησης της εθνικής ή/και περιφερειακής ταυτότητας, που συχνά φτάνει μέχρι και τη διεκδίκηση κρατικής υπόστασης. Το Βέλγιο θα οδηγηθεί σύντομα στη συγκρότηση δύο κρατικών ενοτήτων. Στη Μεγάλη Βρετανία οι παλιές εθνικές περιφερειακές ταυτότητες επανεμφανίζονται, ενώ στην Ιταλία οι παλιοί διαχωρισμοί ανάμεσα σε «αυστριακό» Βορρά, «παπικό» Κέντρο και τον Νότο του «Βασιλείου των δύο Σι κελιών» ενεργοποιούνται και πάλι, εκατόν τριάντα χρόνια μετά τον Καβούρ και τον Γαριβάλδι. Στην Ισπανία οι περιφερειακές -εθνικές- ταυτότητες έχουν κυριολεκτικά αποσυνθέσει το ενοποιητικό καστιλιάνικο κράτος. Ακόμα και στο αρχέτυπο τον συγκεντρωτικού κράτους, τη Γαλλία, οι περιφέρειες αποκτούν νέα ισχύ και υπόσταση. Στο ίδιο το βορειοα- μερικάνικο melting pot ο ρόλος των εθνικών και φυλετικών κοινοτήτων ενισχύεται, παράλληλα με το παραδοσιακό αποκεντρωμένο πολιτειακό σύστημα. Και βέβαια δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε τι έγινε στην όχι και τόσο «καθυστερημένη» Τσεχοσλοβακία, παρά τις προσπάθειες του Χάβελ, ή τον διεστραμμένο τρόπο με τον οποίο επανεπιβεβαιώνεται η αρχή των εθνών και εθνοτήτων στη Γιουγκοσλαβία.
Όσο περισότερο ο καπιταλισμός διαλύει τις παλιές «παραδοσιακές σχέσεις» όπως το περιγράφει ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τους δεσμούς της οικογένειας, τον χωριού, της περιφέρειας, του έθνους, ακόμα και της ίδιας της τάξης (πράγμα που δεν το φανταζόταν), τόσο περισότερο αυτές τείνουν νααναπαραχθούν σε ένα διαφορετικό επίπεδο και όχι να εξαφανιστούν, όπως νόμιζε. Ενας κόσμος που αποτελείται από άτομα είναι ένας κόσμος αβίωτος και εν τέλει η ίδια η κοινωνική παραγωγικότητα περιορίζεται. Το κοινωνικό, το περιβαλλοντικό και το ατομικό κόστος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπονομεύουν την ίδια την παραγωγική του «ανωτερότητα».
Ο ατομικιστικός καπιταλισμός διαλύοντας κάθε μορφή κοινότητας και αλληλεγγύης, εθνική, οικογενειακή, ταξική, περιφερειακή, βιωτική, πολλαπλασιάζει χωρίς όρια το κόστος της αναπαραγωγής της ζωής τον πλανήτη και της εργατικής δύναμης και έτσι οδηγείται σε αδιέξοδο. Αδιέξοδο που ίσως δεν εκφράζεται στο πεδίο που φανταζόταν ο μαρξισμός, το εσωτερικό του εργοστάσιον, αλλά ανταποκρίνεται στη θέση τον για αντίθεση «ανάμεσα στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης και τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής», ανάμεσα στην κυριαρχία του εμπορεύματος και την ίδια την αναπαραγωγή της φύσης και της κοινωνίας.
Γι’αυτό εξάλλου ο ίδιος ο καπιταλισμός υποχρεώθηκε να μετασχηματιστεί σε σοσιαλ-καπιταλισμό. Αποδέχεται μια κοινωνική ρύθμιση της παραγωγής, οδηγείται σήμερα σε μια περιβαλλοντική ρύθμισή της, προωθεί μια χωροταξική διάρθρωση που να αναγνωρίζει τις εθνικές και περιφερειακές ταυτότητες, ώστε να μπορεί να αναπαράγεται στο κοινωνικό πεδίο, και μια μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης που κατά κάποιο τρόπο συνυπολογίζει τη συμμετοχή των πολιτών.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η ανάγκη της προστασίας του περιβάλλοντος, της αναδιοργάνωσης της εργασίας, της πολιτικής μεταρρύθμισης και της χωροταξικής επανεδαφικοποίησης μπορούν να αποτελούν απλώςδιορθωτικά στοιχεία σε μια κοινωνία που κυριαρχεί κατ’ εξοχήν το κεφάλαιο ή, αν αντίθετα, θα συγκροτήσουν μια αυτόνομη και προεξάρχουσα -έναντι της καπιταλιστικής αποδοτικότητας- λογική. Η λογική τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, όσο και της δεξιάς, είναι να παρέμβουμε διορθωτικά γύρω από τον κεντρικό πυρήνα της ανθρώπινης ζωής, που είναι η οργάνωση της οικονομίας και των παραγωγικών σχέσεων. Η εναλλακτική-ριζοσπαστική οπτική αντιστρέφει τη σειρά των προτεραιοτήτων, θέτει την οικονομία σε δευτερεύουσα μοίρα και έτσι, μέσα από την υπέρβαση του οικονομοκε- ντρικού πολιτισμικού προτύπου, δίνει τη δννατότητα στην ανθρώπινη κοινωνία να περάσει σε μια νέα εποχή. Κατά σννέπεια αντό πον εμφανίζεται ως πολιτιστικός ρομαντισμός ή φονταμενταλισμός είναι μια αναγκαία «παράκαμψη» για τη θετική υπέρβαση του καπιταλιστικού οικονομοκεντρικού προτύπου.
Η σημασία της χωροταξικής εδαφικοποίησης
Υπ’ αυτή την έννοια όλες εκείνες οι προτάσεις και τα κινήματα που κατατείνουν στη μείωση των ωρών της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, στην προστασία του περιβάλλοντος, στη μεταφορά του κέντρου των αποφάσεων πιο κοντά στο έθνος, την περιφέρεια, την κοινότητα, τον πολίτη, εντάσσονται σε ένα ενιαίο ρεύμα, έστω και εάν, ανάλογα με την εποχή και τη συγκυρία, δεν έχουν πάντα ή ακόμα – συνείδηση της εγγύτητάς τους.
Έτσι είναι δυνατό οι οικολόγοι της Δύσης π.χ. να υποστηρίζουν τα κινήματα περιφερειακής αυτονομίας στις χώρες τους και να θεωρούν εθνικιστικά τα αντίστοιχα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας ή εθνικής επιβεβαίωσης σε άλλες χώρες! Κι αυτό γιατί στη Δύση η ενίσχυση του περιφερειακού επιπέδου αντιπαρατίθεται στον εθνικιστικό συγκεντρωτισμό, ενώ αντίθετα στην Ανατολή ή τον Τρίτο Κόσμο η εθνική διεκδίκηση απέναντι στον ιμπεριαλισμό ή σε γειτονικές επεκτατικές δυνάμεις αποτελεί το αντίστοιχο πεδίο της εδαφικοποίησης.
Ακόμα χειρότερα, υπάρχουν δυνάμεις που ευνοούν την αναδιοργάνωση της εργασίας και την κοινωνική αλληλεγγύη, χωρίς να κατανοούν τοαντικαπιταλιστικό δυναμικό που εμπεριέχει η έννοια της εδαφικοποίησης και της εθνικής ταυτότητας στην εποχή μας. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού, η εθνική ή περιφερειακή εδαφικοποίηση αποτελεί θεμελιώδες εμπόδιο στην επέκταση της κυριαρχίας του εμπορεύματος (χαράκτηριστική είναι η λογική της απόλυτης ελευθερίας του εμπορίου της GATT). Ή κατανοούν την έννοια της εδαφικοποίησης όταν πρόκειται για το κλείσιμο ενός εργοστασίου στο… Ααύριο π.χ. που θα υποχρεώσει τους εργάτες να ξεριζωθούν ή όταν αφορά τις… μετατάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά δεν την καταλαβαίνουν όταν πρόκειται για τη θεμελιώδη διάσταση
της εθνικής εόαφικοποίησης!
Γι’ αυτό τον αλλ ηλοαποκλε ι ο μ ό εθνικής και κοινωνικής εδαφικοποίησης που μας κληροδότησε ιδιαίτερα η περίοδος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στη Δύση (αντίθετα στον Τρίτο Κόσμο εθνική και κοινωνική απελευθέρωση έτειναν να ταυτιστούν), ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η ταύτιση εθνικισμού και φασισμού. Ο επιθετικός ιμπεριαλισμός εμφανίστηκε ως ένας ρατσιστικός εθνικισμός και έτσι η εθνική διάσταση χαρίστηκε από τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα της Δ ύσης στην άκρα δεξιά. Ο αριστερός αντικαπιταλισμός «παραχώρησε» στη δικαιοδοσία του αντιδραστικού αντικαπιταλισμού το εθνικό φαινόμενο. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο ρομαντισμός «χαρίστηκε» συχνά στην αντιδραστική εκδοχή του.
Τα πράγματα όμως είναι μάλλον πιο απλά. Η ανάγκη της χωροταξικής εδαφικοποίησης παίρνει στις χώρες της μητροπολιτικής Δ ύσης μορφές που υπερακοντίζουν, παράλληλα με την ευρωπαϊκή υπερεθνική διαδικασία, το έθνος-κράτος προς την κατεύθυνση της περιφέρειας. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και της Ανατολικής Ευρώπης παίρνει τα χαρακτηριστικά της εθνικής ή εθνο- τικής διεκδίκησης. Και στις δύο περιπτώσεις αντιστρατεύεται την καπιταλιστική λογική της ριζικής και γενικευμένης αποεδαφικοποίησης και γι’ αυτό είτε ως ριζοσπαστικός εξτρεμισμός είτε ως αντιδραστικός εθνικισμός καταπολεμάται από το διεθνές κεφάλαιο.
Η εδαφικοποίηση αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο ενός εναλλακτικού υποδείγματος. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει δυνατότητα εναλλακτικού μοντέλου κοινωνίας και ανάπτυξης·
Προτεραιότητα του εθνικού ζητήματος στην Ελλάδα
Κατά συνέπεια για οποιαδήποτε εναλλακτική στρατηγική το πεδίο του χώρουείναι αποφασιστικό. Για την Ελλάδα της οποίας απειλείται η ίδια η εθνική ακεραιότητα αυτό το πεδίο είναι κατ’ εξοχήν το εθνικό και κατ’ επέκταση το ευρύτερο βαλκανικό. Λεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική οικονομική και κοινωνική στρατηγική χωρίς αναβάθμιση της αυτονομίας του εθνικού χώρου της Ελλάδας στο πλαίσιο της Ευρώπης. Μια πιο ελεύθερη κοινωνία δεν μπορεί να είναι υπερτροφικά συγκεντρωτική και καταναλωτικά παρασιτική. Για να μπορέσει όμως να ενισχυθεί το επίπεδο της αυτονομίας στο εθνικό πεδίο πρέπει να συναρθρωθεί με τη βαλκανική περιφέρεια. Ο παρασιτισμός και η αποδιάρθρωση του εθνικού χώρου είναι άμεσα συνδεδεμένα με την αποδιά- θρωση του συνολικού βαλκανικού χώρου στο πλαίσιο της Ευρώπης.
Σε χώρες όπου οι κυρίαρχες τάξεις -αστική ταξη και διανόηση- είναι παρασιτικά εξαρτήματα ευρύτερων ενοτήτων, οποιαδήποτε απόπειρα ενίσχυσης της αυτονομίας του χώρου αναφοράς τους, αποκτά αυτομάτως χαρακτηριστικά και διαστάσεις επαναστατικής διαδικασίας. Η χωροταξική επανεδαφικοποίηση του ελληνικού χώρου σημαίνει και την επιλογή διαφορετικού μοντέλου κοινωνίας!
Σήμερα μέσα σε μια πλουραλιστική οπτική μπορούμε να ορίσουμε τις μεγάλες αντιθέσεις της εποχής μας ως την αντίθεση ανθρώπου – φύσης, τη χωροταξική συγκρότηση (Βορράς-Νότος, έθνη, περιφέρειες, εδαφι- κοποίηση κ.λπ.) τις ταξικές-κοινωνικές αντιθέσεις (εκ- μεταλλευτές-εκμεταλλευόμενοι, διευθυντές-διευθυνόμε- νοι κ.ο.κ.) , το πεδίο της σχέσης ατομικού-συλλογικού, των ατομικών δικαιωμάτων και τη συνάρθρωσή τους με την πολιτική και πολιτειακή μορφή, καθώς και τις σχέσεις των δύο φύλων. Σε κάθε διαφορετική συγκυρία ή περιοχή κάποια από αυτές αποκτά μια σχετική προτεραιότητα παρ’ όλο που ένα συνολικό εναλλακτικό μοντέλο οφείλει να τις πάρει υπ’ όψη του στην καθολικευ- μένη διαπλοκή τους.
Σε πλανητική κλίμακα η αντίθεση ανθρώπου-φύσης έχει αποκτήσει μια θεμελιώδη προτεραιότητα σε συνάρθρωση με την αντίθεση Βορρά-Νότου.
Ωστόσο, σε κάθε επί μέρους περιοχή, οι προτεραιότητες, παρ’ όλο που «φωτίζονται» από τις πλανητικές, δεν ταυτίζονται πάντα μαζί τους. Υπάρχουν χώρες και περιοχές που το «κλειδί» της συγκυρίας είναι τόσο προφανές ώστε δεν χρειάζεται πολύ μελέτη για να επισημανθεί. Στον Τρίτο Κόσμο αυτό το «κλειδί» της συγκυρίας είναι η θεμελιώδης υποταγή τον Νότου στο Βορρά. Στη Δύση είναι η αντίθεση ανθρώπου-φύσης που ενεργοποιεί τις υπόλοιπες. Στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, τουλάχιστον για τη δεκαετία του ’90, ο τρόπος ένταξης τονς στην παγκόσμια κοινότητα αποτελείτο καθοριστικό πεδίο για τη διαμόρφωση τόσο των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων όσο και της περιβαλλοντικής πραγματικότητας.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, ακριβώς γιατί βρισκόμαστε ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, Δύση και Ανατολή, αναπτυγμένους και υπανάπτυκτους κ.ο.κ., το «κέντρο» είναι εξαιρετικά ρευστό και μετακινούμενο, η χωροταξική διάσταση είναι πάντα πολύ ισχυρή, ενώ οι διασυνδέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα πολύ πιο προφανείς. Το «κέντρο» βρίσκεται στην Ελλάδα πολύ πιο κοντά στησύνθεση των επιπέδων παρά στη μοναδικότητα κάποιου παράγοντα. Ωστόσο αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως σε κάθε περίοδο κάποιος παράγοντας αποκτά μια σχετική προτεραιότητα. Στη δικτατορία το ζήτημα των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων είχε την πρωτοκαθεδρία. Στην άμεση μεταπολιτευτική περίοδο οι εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις προεξάρχουν των υπολοίπων. Στη δεκαετία του ’80 το γενικευμένο κλίμα της αφασίας αντανακλά ίσως και την έλλειψη κάποιου κέντρου. Για τη δεκαετία του ’90 δεν μπορούν να υπάρχουν πολλές αμφιβολίες. Το ζήτημα του «χώρου» αποκτά αποφασιστική προτεραιότητα στην ελληνική κοινωνία. Πόλεμος στα Βαλκάνια, ένταξη σε μια ολοκληρωμένη υπερεθνική ενότητα, επίταση του τουρκικού επεκτατισμού, όλα δείχνουν πως σε αυτή τη δεκαετία θα αποφασιστεί το μέλλον της Ελλάδας για πάρα πολύ καιρό.
Εθνικό ζήτημα και πολιτική αναδιάρθρωση
Κατά συνέπεια όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα τείνουν να επανακαθοριστούν με βάση το «εθνικό». Και είναι βέβαιο πως θα επιβιώσουν και θα αναπτυχθούν εκείνες που θα προσφέρουν εναλλακτικές λύσεις στην ολοκληρωτική παρασιτοποίηση, περιθωριοποίηση ή ακόμα και ακρωτηριασμό της Ελλάδας.
Δηλαδή δεν θα έχουμε απλώς ένα σχήμα όπου όλες οι πολιτικές δυνάμεις θα διαχωριστούν στο εσωτερικό τους με βάση τα εθνικά ζητήματα, αλλά και μια διαφοροποιημένη ανάπτυξη των διαφορετικών πολιτικών χώρων με βάση το εθνικό! Στην Κατοχή, για παράδειγμα, δεν είχαμε μόνο ένα διαχωρισμό στο εσωτερικό των πολιτικών χώρων με βάση το εθνικό, αλλά και μια διαφορική ανάπτυξη των πολιτικών δυνάμεων. Η αριστερά γιγαντώθηκε εξαιτίας του εθνικού. Αντίστροφα π.χ. στην Αλγερία και την Κύπρο η παραδοσιακή αριστερά υποβαθμίστηκε εξαιτίας της αντίστοιχης στάσης της στο εθνικό ζήτημα, κ.ο.κ.
Στην Ελλάδα, το εθνικό ζήτημα θα πυροδοτήσει μια ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών δυνάμεων, προς λύσεις απόρριψης της σημερινής θέσης της χώρας στον καταμερισμό εργασίας και την παγκόσμια τάξη πραγμάτων -χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι αυτές θα γίνουν απαραίτητα και πλειοψηφικές. Το βέβαιο είναι ότι ο πολιτικός χάρτης θα αναδιαταχθεί, η παραδοσιακή αριστερά και δεξιά θα συρρικνωθούν, και στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, του Συνασπισμού, των Οικολόγων, ίσως και στη λεγόμενη «πατριωτική δεξιά», θα υπάρξει ανάπτυξη των εναλλακτικών «εθνοκεντρικών» και βαλκανοκε- ντρικών δυνάμεων. Αν μάλιστα η εθνική κρίση βαθύνει περισσότερο θα υπάρξουν και κάθετοι διαχωρισμοί που θα ανατρέψουν πλήρως τις παλιές ισορροπίες.
Η ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων θα πάρει υποχρεωτικά και αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, συνειδητά ή ασυνείδητα. Κι αυτό γιατί η σημερινή οργάνωση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η ένταξη της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας απαιτούν την περαιτέρω υποβάθμιση της θέσης και του ρόλου της ή τουλάχιστον την καθήλωσή της σε μια παρασιτική σχέση. Για να υπάρξει αλλαγή σε α υτή τη θέση πρέπει να επιλεγεί ένα μοντέλο ανάπτυξης και πολιτικής συμμετοχής που να ανατρέπει και τις εσωτερικές ταξικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές και εν τέλει πολιτικές ισορροπίες. Η σχιζοφρένεια της ταυτόχρονης αναζήτησης μιας εθνικής πολιτικής και του καταναλωτικού παρασιτισμού δεν μπορεί να συνεχίζεται εσαεί. Μια αυθεντικά εθνική πολιτική θα πρέπει να διαρρήξει τον ομφάλιο λώρο της ελληνικής κοινωνίας με τον κυρίαρχο παρασιτισμό ή τουλάχιστον να το αποπειραθεί.
Δεν μπορούμε να κάνουμε βαλκανική πολιτική έχοντας, για παράδειγμα, όλο το βάρος των ανταλλαγών μας στραμμένο προς τη Δύση. Κατά συνέπεια θα πρέπει να αλλάξει η παραγωγική και καταναλωτική δομή της ελληνικής κοινωνίας. Δεν μπορούμε όμως να μεταβάλλουμε αυτή τη δομή εάν δεν ενισχυθεί ο παραγωγικός ρόλος των κοινοτήτων, εάν δεν προχωρήσουμε σε εσωτερική αποκέντρωση, εάν δεν ενισχυθεί ο ρόλος και η συμμετοχή των εργαζομένων κ.ο.κ. Διαφορετικά δεν θα έχουμε εθνική πολιτική αλλά απλούς εθνικιστικούς λεονταρισμούς χωρίς αντίκρυσμα. Η προτεραιότητα του εθνικού προβλήματος θα πιέσει για μια βαθιά μεταρρύθμιση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ή έστω για μια απόπειρα τέτοιας μεταρρύθμισης.
Στην «αναγέννηση» του ενδιαφέροντος και την ανάπτυξη του προβληματισμού για τα εθνικά θέματα το περιοδικό Ελλοπία καταλαμβανει ένα σημαντικό και ιδιαίτερο ρόλο. Ήδη από το 1990 προσπαθεί να αρθρώσει ένα λόγο γύρω από τα εθνικά ζητήματα που συνεχίζοντας την εθνικοαπελευθερωτική παράδοση της Αριστεράς της Κατοχής -και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κυπρου- να την υπερβαίνει ως προς τη συστηματοποίηση του προβληματισμού, την απόρριψη της παρωχημένης μαρξιστικής μονολιθικότητας και προφανώς την προσέγγιση και άλλων παραδόσεων και προβληματικών γύρω από το έθνος και τα εθνικά ζητήματα που όεν εντάσσονται στη λογική τον διαχωρισμού «Αριστε- ρά-Αεξιά« τέτοιου που είχε καταγραφεί στην ελληνική πραγματικότητα.
*****
Η επιλογή των κειμένων, για την οποία ο επιμελητής φέρει την αποκλειστική ευθύνη, έγινε με ορισμένα κριτήρια:
Α. Τη δημοσίευση κειμένων που προέρχονται είτε από τους ανθρώπους που είχαν την πρωτοβουλία για την έκδοση του περιοδικού, είτε γενικότερα από αυτούς που για πάνω από δεκαπέντε χρόνια ασχολούνται και παλεύουν για τα εθνικά θέματα από παραπλήσια φιλοσοφική και κοινωνικοπολιτική ευαισθησία στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Β. Την επιμονή σε κείμενα που διαγράφουν μια γενικότερη αντίληψη για τα εθνικά θέματα.
Γ. Προφανές είναι το ιδιαίτερο βάρος που δίνεται στην Κύπρο, η οποία αποτελεί και το επίκεντρο τόσο της απειλής ακρωτηριασμού του ελληνισμού όσο και το τελευταίο -και τόσο ακριβό- ακέραιο τμήμα του εξωελλα- δικού ελληνισμού.
Δ. Προσπαθήσαμε να περιλάβουμε όσο το δυνατόν περισότερα κείμενα μιας πλειάδας συνεργατών σε μια ποικιλία θεμάτων. Συγκεκριμένα δημοσιεύουμε κείμενα δεκαέξι διαφορετικών συγγραφέων σε θέματα πον αρ- χίζουν από τη θεωρία για το έθνος και φτάνουν στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη, περνώντας από το «θεατρικό εγχείρημα« του Βάσου Φτωχόπουλου. Και βέβαια είναι προφανές πως -όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης- οι απόψεις των συγγραφέων όεν ταυτίζονται σε όλα τα θέματα.
Ε. Το βιβλίο περιλαμβάνει τις ακόλουθες μεγάλες ενότητες:
- Θεωρήσεις για το έθνος
- Το Κυπριακό καθρέφτης της ελληνικής πραγματικότητας
- Ελλάδα και ιστορικός χώρος TV. Η Ελλάδα και ο κόσμος.
Γιώργος Καραμπελιάς
Σεπτέμβριος 1993
Υ. Γ. Η ελληνική ουτοπία. Επέλεξα αυτή την έκφραση του Νίκου Μανίκα ως τίτλο της συλλογής γιατί εκφράζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον τη διαχρονική αλλά και τη σημερινή πραγματικότητα με μια διττή έννοια- εκείνη που δίνει ο Μανίκας: «δεν καθορίζει ο τόπος το ελληνικόν, αλλά ο τρόπος», και βέβαια μια δεύτερη πιο πεζή και αγωνιώδη, η Ελλάδα κινδυνεύει να αποβεί μια φαντασίωση και η ανασύστασή της, αποτελεί όραμα και ουτοπία ταυτόχρονα. Την έσχατη στιγμή.