Περιγραφή
Γιάννης Σχίζας: Πόλη, Φύση και Κοινωνία
Πρόλογος
Η φύση μέσα στην πόλη
Η πόλη σαν οικοσύστημα
9 + 1 θέσεις για το νέφος
Γράμμα στον άγνωστο εμπρηστή
Αθηναϊκή ανάπλαση ή κατασκευή βιτρίνας;
Δασοπροστασία, γιατί χανόμαστε.
Χρονοθετώντας την Αθήνα.
Για ένα μέλλον χωρίς νοσταλγία.
Δελφοί και αλουμίνα. Μια προβληματική συνύπαρξη
Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας.
Ο Ακάμας κινδυνεύει να γίνει ανάμνηση
Άμεση δημοκρατία
Περί εκλογών, γενικώς
Η οικολογία στην εξουσία.
Ο Koskota, ο mores!
Τον έρωτα και τα μάτια μας
Γλωσσαμύντορες και γλωσσοσώστες.
Οι γιορτές που δεν πέρασαν.
Α-σημος πλέον
Τρεις νεκρολογίες
Λάκης Σοφιανός
Ζήσης Λιάσκος
Γιάννης Τσαρούχης
Δύο πορτραίτα
Μανιφέστο
Πρόλογος
Η προστασία του περιβάλλοντος είναι η μεγαλύτερη προτεραιότητα της εποχής μας. Ο λόγος περί του «οίκου» —είτε αυτός συνίσταται από τα τροπικά δάση, το δομημένο περιβάλλον, την ατμόσφαιρα των πόλεων, το καλλιεργήσιμο έδαφος, το κλίμα του πλανήτη ή το γενετικό του πλούτο— αποκτά μεγαλύτερο «ειδικό βάρος» σε σχέση με τις διάφορες μορφές κοινωνικού λόγου. Περισσότερο σαν «κινδυνολογία» και λιγότερο σαν εφαρμοσμένη τεχνική διαχείρισης του περιβάλλοντος, η οικολογία αξιώνει μια πολιτική συμβίωσης με τη φύση. Βάζοντας σαν θέμα την αλλαγή της πρακτικής που κυριαρχεί στη βιομηχανία, στη γεωργία, στις μεταφορές ή στην παραγωγή ενέργειας, η οικολογία πραγματοποιεί μια πρώτη υπέρβαση του αφετηριακού κινήματος για την «προστασία του περιβάλλοντος». Υπέρβαση που δεν είναι άρνηση, αλλά εμβάθυνση και διεύρυνση ενός πεδίου δράσης. Μια οικολογία χωρίς φραγμούς, μπορεί να ξετυλίγει το λογικό της συνειρμό μέχρι τις πλέον απώτερες συνέπειες, μπορεί να πραγματεύεται την «ανθρώπινη φύση» και επομένως να μετουσιώνεται σε ανθρωπολογία—συναντώντας ιδέες και κινήματα που προϋπήρχαν της εποχής της περιβαλλοντικής κρίσης. Η συνάντηση του λόγου για τη φύση με τον κοινωνικό λόγο αποβαίνει γόνιμη, καθώς ξεπερνά την «φεουδαρχική» διανομή της γνώσης σε τσιφλίκια ειδικών και ειδικοτήτων, με την επιφύλαξη ότι δεν καταλήγει στην ανευθυνότητα και στη γενικολογία.
Τα κείμενα που δημοσιεύονται σ’ αυτό το βιβλίο στοχεύουν ακριβώς στη διεύρυνση της προβληματικής του οικολογικού κινήματος. Τα θέματά τους για τη φύση, για την πόλη και την κοινωνία, προσεγγίζονται από μια άποψη συμβιωτική με τη φύση, ανθρωποκεντρική και ταυτόχρονα απορριπτική οποιασδήποτε «φυσιοκρατικής» φαντασιοπληξίας.
Η αναφορά στην πόλη αποβλέπει στο να δείξει τους μετασχηματισμούς που μπορεί να υποστεί αυτό το κατ’ εξοχήν ανθρωπογενές περιβάλλον, με άμεσο αποτέλεσμα τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Αλλαγές στην κυκλοφορία, με ανάπλαση και αναδιανομή του κυκλοφοριακού χώρου, μπορούν να συγκλίνουν με γενικότερες ρυθμίσεις που αφορούν τον χώρο (π.χ. με μείωση του ποσοστού κάλυψης των κτιρίων, ή με υποστήριξη της δόμησης στην κλίμακα του οικοδομικού τετραγώνου).
Ακόμη τέτοιου είδους ρυθμίσεις μπορούν να συνδυασθούν με αλλαγές στα ωράρια των δραστηριοτήτων που τελούνται στον αστικό χώρο —με προσαρμογές στις κλιματικές και κυκλοφοριακές καταστάσεις—καθώς επίσης και με μια πολιτική ορθολογικής ενσωμάτωσης της φύσης στην πόλη, ιδιαίτερα με την τήρηση των «αρίστων μεγεθών» στις διάφορες συνθήκες χώρου.
Η κυκλοφορία, ο «χωροχρόνος» και η φύση των πόλεων, σε συνδυασμό με την ολοκληρωμένη αποκέντρωση —που είναι οτιδήποτε άλλο από μια απλή πρακτική απόρριψης των «βρώμικων χρήσεων» στην περιφέρεια— ταξινομούν τις ποικίλες μορφές του αγώνα για την ειρηνική συνύπαρξη δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος.
Σε αντίθεση με τη σημερινή εκτατική ανάπτυξη των πόλεων, που καταβροχθίζει την περιαστική φύση ενώ ταυτόχρονα ερημοποιεί την περιφέρεια, μπορεί να νοηθεί μια ορθολογικά εντατική χρήση του αστικού χώρου. Με την αναδιανομή πληθυσμού και δραστηριοτήτων στη συνολική επικράτεια, μέσω μιας διαδικασίας ουσιαστικής αποκέντρωσης, η ποιότητα ζωής μπορεί να πάρει τις μεγαλύτερες τιμές της στο υπαρκτό πολιτικό πλαίσιο.
Οι «καιροί δεν μένουν» και το νεοφιλελεύθερο όραμα- εφιάλτης μιας Αθήνας υπερμητρόπολης, που θα φιλοξενεί μόνο «ευγενείς» χρήσεις υπηρεσιών, ενώ παράλληλα θα επεκτείνεται στην περίμετρο της καταβροχθίζοντας γεωργικούς χώρους, πετσοκόβοντας αλύπητα τα περιαστικά δάση και υποβαθμίζοντάς τα σε απλά πάρκα, μπαίνει σε λειτουργία με την ανοχή ή συνενοχή του «προοδευτικού» πολιτικού κόσμου. Μια διαδικασία παραγωγής ενός γιγαντιαίου οικιστικού συνεχούς, ανάλογη αυτής του Los Angeles —που είναι διεθνώς γνωστή ως Losangelization!— βρίσκεται σε εξέλιξη στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ο υδροκεφαλισμός περνάει στην τελική φάση της τερατογένεσης.
Η πόλη είναι μια μεγάλη προτεραιότητα του οικολογικού κινήματος, δηλαδή όλων εκείνων των δυνάμεων που, είτε αυτοονομάζονται «οικολογικές» είτε όχι, αντιστέκονται στην εξάπλωση της «δομημένης ερήμου». Όμως οι θεσμοί μέσα από τους οποίους μπορεί να διοχετευθεί δημιουργικά η μεγάλη αυτή «κινηματική ενέργεια» βρίσκονται σε κατάσταση αφασίας. Η κριτική του εκλογικού γεγονότος, του πλέγματος διαμεσολαβήσεων μεταξύ πολιτών και πολιτικών αποφάσεων, της παθολογίας και νοσηρότητας του πολυκομματικού – εκλογικού συστήματος, κατέχει μια θέση μέσα στο βιβλίο αυτό. Όπως επίσης κατέχει θέση και η αναφορά σε άλλες μορφές της σύγχρονης κοινωνικής παθολογίας, όπως π.χ. στον θεσμό των εορτών(!) (με άλλα λόγια στις γιορτές των ονείρων μας που δεν έρχονται ποτέ…) ή στον έρωτα που απειλείται από τον πουριτανισμό, στην πυρηνική «επιβίωση» σε συνθήκες μεγάλης πυρηνικής ρύπανσης, σε κάποιους νεκρούς που άφησαν εντυπώσεις στον γράφοντα και όχι μόνο (Τσαρούχης, Σοφιανός, Λιάσκος, Άσιμος), και ακόμη σε μια εναλλακτική δράστη ριότητα συμμετοχής στην πυρασφάλεια των περιαστικών δασών.
Συνήθως μέσα σε τέτοια κείμενα επιδιώκει κανείς να εκφράσει τον καλύτερο εαυτό του, αφήνοντας στους άλλους το έργο της εκτίμησης της συνολικής προσωπικής του συμβολής. Και στη δική μου περίπτωση δεν ήταν δυνατό παρά να γίνει κάπως έτσι.
Οφείλω ευχαριστίες ιδιαίτερα στις ομάδες που περιστοιχίζουν τα έντυπα «Νέα Οικολογία», «Οικολογική Εφημερίδα» και «Ρήξη», για τη δημιουργική ζύμωση των ιδεών μου μέσα σε ένα πλαίσιο διαλόγου και κριτικής. Για τα λάθη και τις ανεπάρκειες των κειμένων μου διατηρώ ακέραιη την ευθύνη.