Περιγραφή
Εθνισμός και Κοινοτισμός, Σπύρος Κουτρούλης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΤΟ ΙΕΡΟ, Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
Ο ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Ο Κ. ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
Ο ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο Κ. ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ
«Ἀπό τή Δύση δέ γυρίσαμε στήν Ἑλλάδα
χορτάτοι, γυρίσαμε πεινασμένοι»
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Οἱ πρῶτοι Ἕλληνες φτιάχνουν τούς θεσμούς τους σέ ἄμεση ἀντιστοιχία μέ τόν τρόπο πού βλέπουν τόν κόσμο. Ἡ πολιτεία τους, ἡ πόλη-κράτος ὑλοποιεῖ καί συνοψίζει τίς περίτεχνα βιωμένες ἀντιλήψεις τους. Δέν εἶναι ἁπλά τά «αἰώνια παιδιά», ὅπως τούς ὀνόμασαν οἱ αἰγύπτιοι ἱερεῖς, ἀλλά οἱ «ἀφελεῖς» ὅπως τούς θέλει ὁ Νίτσε. Ἁπλοί καί βαθεῖς συγχρόνως, διαφεύγουν τοῦ λόγου καί περισυλλέγουν ἀπλόχερα τούς διαλεχτούς καρπούς τῆς ἀνατολῆς. Τρομεροί καί σκληροί βλέπουν τήν ὀδύνη καί τήν χαρά τῆς ζωῆς σάν μιά πρόκληση γιά νά συμμετάσχουν σ’ αὐτήν ἀπόλυτα καί ἀπροϋπόθετα.
Ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τόν κόσμο ὡς «πλήρη θεῶν». Ἡ φύση περικλείει καί ἀντανακλᾶ τό ἱερό, βρίσκεται σέ ἄμεση ἀναφορά μέ μιά πραγματικότητα ἀνθρωποθεοκεντρική. Οἱ πρῶτοι Ἕλληνες μεθοῦν μέσα στήν φύση. Συμμετέχουν ὁλοκληρωτικά στό μυστήριο τῆς ζωῆς καί στό μυστήριο τῆς φύσης. Δέν ὑψώνουν ὅμως ἁγίους, ἀλλά σοφούς μυστικούς σάν τόν Ἡράκλειτο καί τόν Παρμενίδη.
Ἡ κοινότητα δέν εἶναι νεοελληνική ἐφεύρεση. Κατοίκησε μέσα στίς πρωτεϊκές γηγενεῖς νοοτροπίες, φώλιασε μέσα στόν χῶρο τῆς τραγωδίας καί τοῦ ναοῦ. Δίχως τήν ἀνάγνωση τοῦ Νίτσε καί τοῦ Χάϊντεγκερ εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνάδυση τῆς ἀλήθειας τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου καί τῆς ἄμεσης συσχέτισης τῆς δημιουργίας τοῦ πολιτικοῦ ὡς κοινότητας μέ τήν αἰσθητική καί τό ἱερό.
Ὁ Χάϊντεγκερ ἀποκάλυψε τήν σημασία τοῦ κόσμου ὡς κόσμου μή ἐξαντικειμενίσιμου. Ὁ ναός περισυλλέγει γύρω του τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ὁρίζουν τόν ἄνθρωπο. Τό ἱερό, ἐντός τοῦ χώρου του, ἐγκαθίσταται μέσα στή γῆ καί τήν μετατρέπει σέ κατοικία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρόσκληση κοντά στόν ναό δίνει σύμφωνα μέ τόν Χάϊντεγκερ τήν δυνατότητα στόν λαό νά «ἐπανέλθει στόν ἑαυτό του, νά πραγματώσει τόν προορισμό του». Ἡ τοπική συγκέντρωση τῆς ἱερότητας ἐγκαθιδρύει τό ξάνοιγμα τοῦ κόσμου. Ἡ τραγωδία ὡς χῶρος τῆς τέχνης προσφέρει τήν δυνατότητα γιά τήν αἰσθητή δήλωση τοῦ ἱεροῦ. Ὁ Χάϊντεγκερ κατά αὐτόν τόν τρόπο θεμελιώνει τήν κατοικία τοῦ ἀνθρώπου στο φῶς που ρίχνει ὁ ναός πάνω στον κόσμο. Δηλώνει δέ: «Ὁ ἀρχαῖος ναός ἀνυψώνοντας ἕναν κόσμο δέν ἀφήνει τήν ὕλη νά ἐξαφανιστεῖ, ἀλλά τῆς ἐπιτρέπει νά προκύψει ὁλόπρωτα καί μάλιστα μέσα στήν ἀνοιχτότητα τοῦ κόσμου τοῦ ἔργου τέχνης»[1]. Ὑπό αὐτή τήν ὀπτική ἔρχεται ἀβίαστα ἡ θέση τῆς τέχνης ὡς τῆς στιγμῆς, πού ἀποκαλύπτεται ὁ κόσμος. Ἡ φράση τοῦ Χάϊντεγκερ «τό ἔργο τέχνης ἐπιτρέπει στήν γῆ νά εἶναι γῆ» σημειώνει τόν οὐσιαστικό φωτισμό τοῦ πραγματικοῦ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι μή-κρυπτότητα, ἀπομάκρυνση ἀπό τόν χῶρο τοῦ σπηλαίου καί τῶν σκιῶν, στάση πρός τήν φωτεινότητα. Τό ἱερό στηρίζει τόν κόσμο, ἡ τέχνη θεμελιώνει τήν ὕπαρξη τῆς ζωῆς μέσα στόν κόσμο. Ἡ ἀρχαϊκή κοινότητα γεννιέται ἀπό τήν συμμετοχή τῶν πρώτων Ἑλλήνων στήν τραγωδία καί στά μυστήρια. Ἡ προσέλευσή τους πυροδοτεῖ τήν πιό ἐπίπονη ἀναζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τοῦ πεπρωμένου τους. Ὁ ἄνθρωπος διασώζει τήν ὕπαρξή του, ἀφοῦ τήν προσφέρει στήν κοινότητα. Γνωρίζει πολύ καλά ὅτι ἡ παρουσία του στό θέατρο καί στό ναό τόν θέτει σέ ἀναφορά μέ τήν ὁλότητα.
Ἡ τραγωδία συνοψίζει τίς πρωτογενεῖς ψηλαφίσεις τοῦ ἱεροῦ. Ἐμπνέεται ἀπό τίς διονυσιακές νυχτωδίες. Ἀποκαλύπτει τήν ἑτερότητα ὡς τήν μοίρα τοῦ κόσμου, τήν διαμάχη καί τόν πόλεμο, το νεῖκος και τήν φιλότητα ὡς τά στοιχεῖα πού κομίζουν τήν ἱδρυτική σύσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἡ ἕδρα τοῦ τραγικοῦ εἶναι ἡ θεατρική κοιλότητα. Ἡ προσχώρηση σ’ αὐτήν σημαίνει τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν «κόσμο» καί τήν ἐνσωμάτωση τοῦ ἀρχαϊκοῦ πολίτη σέ μιά ὁλότητα πού ὑπάρχει μέ τήν θέαση τῶν ἱερῶν δρώμενων.