Προσφορά!

Μ. Ράπτης, Γ. καραμπελιάς & Ν. χρυσόγελος, Ένα εναλλακτικό επαναστατικό κίνημα

3,00

Περιγραφή

enallaktikokinima2

Συγγραφείς: Μ. Ράπτης – Γ. Καραμπελιάς – Ν. Χρυσόγελος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος        7

Μιχάλης Ράπτης

Εναλλακτικά κινήματα στην Ευρώπη  15

Γιώργος Καραμπελιάς

Πέρα από το σοσιαλισμό        51

Νίκος Χρυσόγελος

Κριτική της ανάπτυξης και οι εναλλακτικές της λύσεις         33

 

Πρόλογος της έκδοσης

Αυτό το βιβλίο αποτελεί την καταγραφή τριών συζητήσεων και αντίστοιχων εισηγήσεων που έγιναν το Δεκέμβρη τον 1984 στην Αθήνα στο «Κέντρο Εναλλακτικής Πληροφόρησης και Δράσης», με εισηγητές αντίστοιχα το Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο) που μίλησε για την πραγματικότητα των εναλλακτικών κινημάτων στην Ευρώπη, τον Γιώργο Καραμπελιά που παρουσίασε την «μετασοσιαλιστική» φύση τον αυτόνομου εναλλακτικού κινήματος και το Νίκο Χρυσόγελο και άλλα μέλη της Οικολογικής Ομάδας που παρουσίασαν το δέμα κριτική της ανάπτυξης και εναλλακτικές λύσεις.

Αυτές οι τρείς συζητήσεις που διεξήχθησαν με τον γενικό τίτλο Ένα εναλλακτικό επαναστατικό κίνημα συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό το βιβλίο.

Οι συζητήσεις μαγνητοφωνήθηκαν και τα κείμενα είναι ακριβώς από τα μαγνητοφωνημένα πρακτικά των συζητήσεων. Βέβαια οι παρεμβάσεις και ερωτήσεις που έγιναν από συντρόφους που μίλησαν εκτός μικροφώνου δεν καταγράφηκαν και ορισμένες ακόμα καταγράφηκαν μεν, αλλά χωρίς εκ των υστέρων να μπορούμε να εντοπίσουμε το όνομα του ομιλητή. Έτσι λείπουν ορισμένες παρεμβάσεις -πολύ λίγες- όπως και υπάρχουν ορισμένες που δίνονται αλλά χωρίς όνομα. Αυτά για τα τεχνικά ζητήματα. Την απομαγνητοφώνηση έκαναν η Εύη Κώτσου και η Μυρτώ Μπολώτα.

Πιστεύουμε ότι οι ίδιες συζητήσεις και οι παρεμβάσεις είναι αρκετά διαφωτιστικές ως προς το δέμα τους χωρίς να χρειάζεται κάποια εκτεταμένη εισαγωγή. Απλά εδώ επισημαίνουμε κάποια σημεία που βρίσκονται «πίσω» από την προβληματική και των τριών εισηγήσεων. Πίσω από την επέκταση των «εναλλακτικών κινημάτων» στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Βόρεια, πίσω από την ανάπτυξη της οικολογικής ευαισθησίας και την πάλη ενάντια στην «ανάπτυξη», τέλος πίσω από την κρίση του σοσιαλισμού, τόσο «υπαρκτού» και σοσιαλδημοκρατίας, όσο και κάδε είδους φαντασιακού σοσιαλισμού, βρίσκεται μια κοινή σειρά διαπιστώσεων και πραγματικοτήτων.

Στην καρδιά ή στο υπόστρωμά τους βρίσκονται δυο αποφασιστικές «κρίσεις» και μια «ανάδυση».

Κρίση του εργατικού κινήματος και κρίση του μαρξισμού από την μια και «ανάδυση των νέων υποκειμένων από την άλλη».

Η κρίση του εργατικού κινήματος σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες του δυτικού καπιταλισμού είναι πια γεγονός αδιαμφισβήτητο, και εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Όχι μόνο οι άρχουσες τάξεις κατορθώνουν να επιβάλλουν μια πολιτική λιτότητας και περιορισμού του εισοδήματος της εργατικής τάξης που τα είκοσι τελευταία χρόνια είχε ανατρέψει την λογική του κέρδους και είχε κερδίσει ένα μεγαλύτερο ποσοστό της «πίττας», αλλά ακολουθούν και μια πολιτική δομικής αποδυνάμωσης της εργατικής τάξης. Όλοι ξέρουμε πιά, ιδιαίτερα μετά τα κείμενα του Νέγκρι, του Κοριά κλπ., πως ο καπιταλισμός σε κάθε του νέα κρίση προσπαθεί να υπερκεράσει την «ανελαστικότητα» του εργατικού δυναμικού, της εργατικής τάξης, για να δημιουργήσει νέους όρους εκμετάλλευσης. Έτσι πρώτα μάντρωσε του παλιούς ανεξάρτητους παραγωγούς μέσα στους τοίχους του εργοστασίου, στη συνέχεια αντιμετώπισε την συμβουλιακή ειδικευμένη εργατική τάξη των αρχών του 20ού αιώνα με την εισαγωγή της αλυσίδας παραγωγής, την επέκταση του εργάτη μάζα της τεϊλοροποιημένης, φορντικής παραγωγής. Σήμερα, μπρος στην ανελαστικότητα του «εργάτη-μάζα» προσπαθεί να διαλύσει τον εργάτη-μάζα, μέσα από την παραγωγική αποκέντρωση, την διάλυση των μεγάλων εργοστασίων, την ρομποτοποίηση, την αυτοματοποίηση, για να δημιουργήσει και πάλι μια νέα «ρευστότητα» του εργατικού δυναμικού. Όμως ένα στοιχείο που δεν είχε προσεχτεί στους παλιότερους μετασχηματισμούς, και που ίσως τότε δεν ήταν τόσο σημαντικό, τώρα αποκτάει κεντρικότητα. Η νέα φάση του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της άμεσης παραγωγής συνεπάγεται για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση μια βίαιη μείωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Ο ι πιο προχωρημένες καπιταλιστικές χώρες δεν απασχολούν πια παρά ένα 25-30% του εργατικού δυναμικού στην βιομηχανία. Η τόσο βιομηχανική Γερμανία, που πλησίαζε το 50% στην δευτερογενή παραγωγή, έπεσε μέσα σε δέκα χρόνια στο 40%, και στη μεταποιητική βιομηχανία είναι κάτω από το 35%. Στην Αμερική, στην και αυτό βιομηχανία, το ποσοστό δεν φτάνει ούτε το 25%, ελληνικό ποσοστό δηλαδή. Η εργατική τάξη, για πρώτη φορά μειώνεται και απόλυτα και σαν ποσοστό. Και οι μετασχηματισμοί δεν μένουν μόνο εδώ. Τα μεγάλα εργοστάσια κομματιάζονται, δημιουργούνται νέα μικρά εργαστήρια παραγωγής, επεκτείνεται η μαύρη δουλειά, η δουλειά μισής μέρας, η «γυναικεία» εργασία, κλπ. κλπ. Το κεφάλαιο αντιμετωπίζει την εργατική «ανελαστικότητα» κομματιάζοντας τον εργάτη – μάζα, συρρικνώνοντας τον.

Τα αποτελέσματα βρίσκονται μπροστά μας. Σε όλες τις χώρες της Δύσης τα συνδικάτα χάνουν εκατομμύρια μέλη, ένα μεγάλο ποσοστό της εργατικής τάξης αναδιπλώνεται στον εαυτό της μέσα σε συνθήκες κρίσης. Η βιομηχανική εργατική τάξη απειλείται στην ίδια την υπόστασή της, αρχίζει όλο και πιο πολύ να μοιάζει με την αγροτιά στις ενδιάμεσες φάσεις της πληθυσμιακής της συρρίκνωσης. Όμως αυτή η κρίση της βιομηχανικής εργατικής τάξης δεν σημαίνει βέβαια -όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του κεφαλαίου- πως η εργατική τάξη εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από τα «μεσαία στρώματα», αλλά ότι η εργατική τάξη επεκτείνεται πλέον έξω από τους τοίχους του εργοστάσιου, ότι περνάμε στην εποχή του κοινωνικού εργάτη, όπου η εξαγωγή της υπεραξίας πραγματώνεται στην κλίμακα όλης της κοινωνίας. Όμως η επέκταση του κοινωνικού εργάτη και η βαθμιαία συρρίκνωση του βιομηχανικού σημαίνει πως το εργοστάσιο, ο χώρος παραγωγής, παύει πλέον να είναι ο μοναδικός ή ακόμα και ο κεντρικός χώρος των κοινωνικών συγκρούσεων.

Η σύγκρουση κεφαλαίου εργασίας επεκτείνεται πλέον στο σύνολο της κοινωνίας και επενδύει χώρους και τομείς άγνωστους μέχρι σήμερα. Η εκπαίδευση, η διαφορά των φύλων, η καταστροφή της φύσης, η πόλη στο σύνολο της, η διασκέδαση, ο ελεύθερος χρόνος, γίνονται νέοι χώροι σύγκρουσης. Η επέκταση του εργοστασίου σ ‘ όλη την κοινωνία μεταβάλλει το σύνολο της κοινωνίας σε χώρο της ταξικής αντιπαράθεσης, το εργοστάσιο χάνει την παλιά του κεντρικότητα. Αυτή είναι η πρώτη βάση γέννησης των «εναλλακτικών κινημάτων». Η αλλαγή του κόσμου που ζούμε, η σταδιακή συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης και η επέκταση του κοινωνικού εργοστάσιου.

Είναι προφανές βέβαια ότι αυτή η κρίση του παλιού εργατικού κινήματος εμφανίζεται και είναι ταυτόχρονα κρίση του ίδιου του μαρξισμού. Κρίση που στα πλαίσια αυτού του σημειώματος μπορούμε να εντοπίσουμε σε μερικά σημεία:

Α. Αρχικά κρίση του μαρξιστικού «ρασιοναλισμού», δηλαδή της μηχανιστικής εκδοχής του μαρξισμού που θεωρούσε πως ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δα έρθουν σαν ώριμα φρούτα μέσα από την αδιάκοπη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού. Στη λογική όλων των μαρξιστών λίγο πολύ δεν έμπαινε ούτε μπορούσε να υπάρξει όριο στην «ανάπτυξη», και μάλιστα με ποσοτικούς όρους. Η σημερινή κρίση, η μεταβολή του καπιταλισμού σε καταναλωτικό, που σπρώχνει συχνά -όλο και περισσότερο- σε μεγαλύτερη κατανάλωση από αυτή που έχει ανάγκη ο άνθρωπος, που οδηγεί σε καταστροφή της φύσης και απειλεί τον ίδιο τον άνθρωπο με την πυρηνική ενέργεια ή με την βιοτεχνολογία, οδηγεί σε μια νέα αντίληψη των πραγμάτων. Ο κομμουνισμός δεν είναι τόσο βέβαιος πλέον, είναι πολύ πιθανή και η βαρβαρότητα ή η εξαφάνιση του ανθρώπου και έτσι το ζήτημα δεν μπαίνει πια σαν «περισσότερη» ανάπτυξη, αλλά τι είδους ανάπτυξη. Η πίστη στην αδιάκοπη ανάπτυξη γνωρίζει μια μεγάλη αμφισβήτηση και κρίση. Πλέον εμφανίζεται μια λογική που δεν λέει μόνο φραγμός στον καπιταλισμό, αλλά φραγμός στην καπιταλιστική ανάπτυξη την ίδια, φραγμός στην ανάπτυξη, για μια νέα διάρθρωση και ιεράρχηση των ανθρώπινων αναγκών. Η αλλαγή της κοινωνίας δεν είναι προκαθορισμένη, παίζεται.

Β. Το δεύτερο στοιχείο της κρίσης του μαρξισμού είναι η κρίση της λογικής της μεγάλης νύχτας. Εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια, τα σοσιαλιστικά – επαναστατικά κινήματα και θεωρίες -μαρξιστικά και αναρχικά- ευαγγελίζονται μια μεγάλη νύχτα, τη νύχτα της επανάστασης, που μετά απ’ αυτή θα ανοίξει το βασίλειο του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, της αναρχίας. Όμως έχει αποδειχτεί πως αυτή η μεγάλη νύχτα δεν αποτέλεσε πραγματικότητα για τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αλλά μόνο για τις πιο καθυστερημένες, και μάλιστα αυτή η μεγάλη νύχτα σ’ αυτές δεν οδήγησε στο βασίλειο της ελευθερίας, αλλά μάλλον σε μια νέα σκλαβιά, «σοσιαλιστική». Αντίθετα βέβαια, διαπιστώνεται ότι παρόλο που δεν πραγματοποιήθηκε η μεγάλη νύχτα, η εργατική τάξη κέρδισε, κατάχτησε ένα σύνολο από πράγματα, τόσα ώστε ο σημερινός αναπτυγμένος κόσμος σε Ανατολή και Δύση να τείνει να αποκτήσει κάποια ενιαία χαρακτηριστικά -αυτά που χαρακτηρίζουμε σαν «ο σιαλκαπιταλισμό», δηλαδή μείωση των ωρών δουλειάς, επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, πληρωμή σύμφωνα με την αξία της εργατικής δύναμης και υποχώρηση της αρχής της ιδιοκτησίας, κλπ. κλπ. Έτσι η θέση σύμφωνα με την οποία η κοινωνική επανάσταση εγκαινιάζεται μόνο με μια πολιτική επανάσταση μεγάλης κλίμακας, δηλαδή την «μεγάλη νύχτα», αποδείχτηκε εν μέρει τουλάχιστον λαθεμένη. Στη Δύση δεν έγινε κάτι τέτοιο, ενώ αντίστροφα έγιναν χιλιάδες αλλαγές κοινωνικές, πολιτιστικές, πολιτικές, χωρίς την «μεγάλη ανατροπή». Μ’ αυτή την έννοια η αντίληψη της επανάστασης γίνεται πιο αντικειμενική. Η επανάσταση είναι μια μακρόχρονη ιστορική περίοδος πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών, σεξουαλικών, ακόμα και ανθρωπολογικών, ανατροπών και αλλαγών, που ανάλογα με τη χώρα, την περιοχή, την περίοδο μπορεί να πάρει διαφορετικό δρόμο, και πάντως δεν πρόκειται για καμιά «μεγάλη νύχτα» μια και εκτείνεται σε μια περίοδο αιώνων! Το «καθήκον» των επαναστατών είναι να κάνουν την επανάσταση. Μόνο που επανάσταση δεν είναι αποκλειστικά η πολιτική ανατροπή, αλλά είναι ήδη ανατροπές και αλλαγές που γίνονται «εδώ και σήμερα» σε όλους τους τομείς της ζωής. Να η δεύτερη αποφασιστική βάση του εναλλακτικού κινήματος, μετά την διεύρυνση της εργατικής τάξης. Δεν είναι δυνατό να «περιμένουμε» κάποια πολιτική επανάσταση, που ίσως δεν θα έρθει καν στις μέρες μας, αλλά οικοδομούμε από σήμερα νέες σχέσεις και πραγματικότητες σε όλους τους τομείς της ζωής, αρχίζοντας από την πάλη στο επίπεδο των χώρων παραγωγής, και προτείνοντας εναλλακτικές μορφές παραγωγής, μέχρι την αλλαγή στον πολιτισμό, τις σεξουαλικές και οικογενειακές σχέσεις, κλπ. κλπ. Ενώ ταυτόχρονα παλεύουμε για την πολιτική «επιτάχυνση». Έτσι ξαναδίνουμε στο κομμουνιστικό κίνημα εκείνη την πρωταρχική έννοια που έπαιρνε στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», «ο κομμουνισμός σαν το κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».

Γ. Τέλος βέβαια η κρίση τον υπαρκτού σοσιαλισμού, η ανάδυση της γραφειοκρατίας ή των διαχειριστών σαν μιας νέας κυρίαρχης τάξης, που δεν είχε «προβλεφτεί» από τον Μαρξ, όπως και το ξεπέρασμα της έννοιας της εξαγωγής της υπεραξίας από τον άμεσο παραγωγό της βιομηχανικής παραγωγής, και η μεταβολή της κοινωνίας στο σύνολο της σε χώρο αξιοποίησης του κοινωνικού κεφαλαίου βαθαίνουν αυτή την κρίση του παλιού μαρξισμού, που πια δεν μπορεί να αποδώσει την σημερινή πραγματικότητα, παρά μόνο μέσα από ένα βάθεμα των επαναστατικών του σημείων και την οικοδόμηση μιας νέας επαναστατικής αντίληψης, που στηρίζεται και

στον Μαρξ, αλλά ταυτόχρονα πηγαίνει «πέρα από τον Μαρξ».

Τέλος, αλλά ίσως το πιο σημαντικό, είναι η ανάδυση του ίδιου του υποκειμένου, των ίδιων των υποκειμένων. Η εμφάνιση από τη δεκαετία του 1960 των λεγόμενων νέων κοινωνικών κινημάτων, που ήρθαν να προστεθούν στο παλιό εργατικό κίνημα, κινημάτων νεολαιίστικων, γυναικείων, οικολογικών, της νέας «εργατικής τάξης» των γραφείων και του τριτογενούς, πολιτιστικών κινημάτων, νέων πρακτικών για τις σχέσεις των ανθρώπων και την διαβίωση, κομμούνες, κοινόβια, κλπ., όλα αυτά αποτελούν τη βασική απόδειξη για τη νέα πραγματικότητα που διαγράφεται στα μάτια μας. Η κριτική των όπλων προηγήθηκε, όπως σχεδόν πάντα, των όπλων της κριτικής. Η ανάδυση αυτών των κινημάτων, από τους μετανάστες εργάτες και τους μαύρους μέχρι τους ομοφυλόφιλους, ανάτρεψε την παραδοσιακή «χαρτογραφία» της ταξικής πάλης και έφερε νέους προβληματισμούς. Τώρα πια το κέντρο βάρους τον προβληματισμού δεν μπαίνει στο ποσοτικό αλλά στο ποιοτικό. Άλλη ανάπτυξη, κατάργηση των ιεραρχιών, της διαφοράς χειρώνακτα – διανοούμενου, άντρα – γυναίκας, «πλειοψηφίας» και «μειοψηφίας», πόλης – χωριού, κλπ. κλπ. Πρόκειται δηλαδή γι αιτήματα μετά- σοσιαλιστικά που βάζουν το ζήτημα όχι πια με κριτήριο την εργασία, αλλά τις ανάγκες, τις «ριζικές» ανάγκες.

Αυτά τα τρία σημεία, δοσμένα όσο πιο συνοπτικά και τηλεγραφικά γίνεται, αποτελούν τη βάση ανάπτυξης των «εναλλακτικών κινημάτων», βάση ανάπτυξης που πιστεύουμε πως στα χρόνια που θα έρθουν θα επεκτείνεται αδιάκοπα.

Το σύγχρονο επαναστατικό κίνημα είτε θα είναι εναλλακτικό -«μετασοσιαλιστικό», είτε δεν θα υπάρξει.